Ουσιαστικό
/ˈpəʊltri/
Το "poultry" αναφέρεται σε πτηνά που καλλιεργούνται για την κατανάλωση τους, όπως κοτόπουλα, πάπιες, γαλομυζήθρες κ.λπ. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο για να αναφερθεί στα πτηνά αυτά. Συχνά χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με αγροτικές και διατροφικές εκφράσεις.
Το "poultry" είναι ο όρος για τα πτηνά αυτά και δεν έχει ρηματική μορφή.
Πτηνά - Κοτόπουλα, Πάπιες, Γαλομυζήθρες
Το "poultry" συχνά συναντάται σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την κτηνοτροφία και τη διατροφή. Παραδείγματα περιλαμβάνουν: 1. "Don't count your chickens before they hatch." - Μην μετράς τα κοτόπουλά σου πριν αποφασίσουν. 2. "Running around like a headless chicken." - Να τρέχεις σαν κοτόπουλο χωρίς κεφάλι.
Το "poultry" προέρχεται από τη Μέση Αγγλική λέξη "pultrie", που σημαίνει πτηνά.
Συνώνυμα: birds, fowl
Αντώνυμα: cattle, livestock