"Powder filter" είναι μια φράση που αποτελείται από δύο λέξεις: "powder" (ουσιαστικό) και "filter" (ουσιαστικό).
Φωνητική μεταγραφή: /ˈpaʊdər ˈfɪltər/
Η φράση "powder filter" αναφέρεται σε μια συσκευή ή μέθοδο φιλτραρίσματος που χρησιμοποιείται για την απομάκρυνση ανεπιθύμητων σωματιδίων ή ουσιών από μια σκόνη ή σκόνη εν γένει. Χρησιμοποιείται κυρίως σε βιομηχανικές ή εργαστηριακές ρυθμίσεις για την καθαρότητα των προϊόντων. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
The laboratory uses a powder filter to ensure the samples are free from contaminants.
Το εργαστήριο χρησιμοποιεί ένα φίλτρο σκόνης για να διασφαλίσει ότι τα δείγματα είναι απαλλαγμένα από ρύπους.
Using a high-quality powder filter can enhance the final product's quality significantly.
Η χρήση ενός φίλτρου σκόνης υψηλής ποιότητας μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα του τελικού προϊόντος.
Before packaging, we need to run the substance through a powder filter.
Πριν από τη συσκευασία, πρέπει να περάσουμε την ουσία μέσω ενός φίλτρου σκόνης.
Η φράση "powder filter" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε περισσότερα τεχνικά και επιστημονικά συμφραζόμενα σχετικά με την φιλτραρίσματος:
The efficiency of the powder filter is crucial for our manufacturing process.
Η αποδοτικότητα του φίλτρου σκόνης είναι κρίσιμη για τη διαδικασία παραγωγής μας.
A clogged powder filter can lead to production delays.
Ένα φραγμένο φίλτρο σκόνης μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερήσεις στην παραγωγή.
Regular maintenance of the powder filter is essential for optimal performance.
Η τακτική συντήρηση του φίλτρου σκόνης είναι απαραίτητη για την καλύτερη απόδοση.
Our new system includes an automated powder filter for efficiency.
Το νέο μας σύστημα περιλαμβάνει ένα αυτοματοποιημένο φίλτρο σκόνης για αποδοτικότητα.
Checking the powder filter before each use ensures reliable results.
Ο έλεγχος του φίλτρου σκόνης πριν από κάθε χρήση διασφαλίζει αξιόπιστα αποτελέσματα.
Συνώνυμα: - Filtration system (σύστημα φιλτραρίσματος) - Dust filter (φίλτρο σκόνης)
Αντώνυμα: - Unfiltered (μη φιλτραρισμένος) - Contaminated (μολυσμένος)