Η φράση "power demand" λειτουργεί ως ουσιαστικό σύνθετο.
/pɑːwər dɪˈmænd/
Η "power demand" αναφέρεται στη συνολική ποσότητα ενέργειας που απαιτείται από τους καταναλωτές σε μια συγκεκριμένη στιγμή ή σε μια χρονική περίοδο. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ενέργειας για να καθορίσει πόσο ρεύμα ή ισχύς χρειάζεται ένα δίκτυο ηλεκτρικής ενέργειας για να καλύψει τις ανάγκες των χρηστών.
Η φράση είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στα τεχνικά και οικονομικά κείμενα σχετικά με την ενέργεια. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να συναντηθεί σε συζητήσεις που σχετίζονται με την ενέργεια.
The power demand has increased significantly during the summer months.
Η ζήτηση ενέργειας έχει αυξηθεί σημαντικά κατά τους καλοκαιρινούς μήνες.
Utility companies must manage their power demand effectively to prevent outages.
Οι εταιρείες κοινής ωφελείας πρέπει να διαχειρίζονται αποτελεσματικά τη ζήτηση ισχύος τους για να αποτρέπουν τις διακοπές ρεύματος.
Forecasting power demand is crucial for energy planning.
Η πρόβλεψη της ζήτησης ενέργειας είναι κρίσιμη για τον ενεργειακό σχεδιασμό.
Η φράση "power demand" δεν χρησιμοποιείται συχνά ως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά υπάρχουν συνήθεις χρήσεις της σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα.
High power demand during peak hours.
Υψηλή ζήτηση ενέργειας κατά τις ώρες αιχμής.
Mitigating power demand by using energy-efficient appliances.
Μείωση της ζήτησης ενέργειας χρησιμοποιώντας συσκευές εξοικονόμησης ενέργειας.
Balancing power demand and supply is essential for grid stability.
Η ισορροπία της ζήτησης και προσφοράς ενέργειας είναι απαραίτητη για τη σταθερότητα του δικτύου.
Η λέξη "power" προέρχεται από το λατινικό "potentia", που σημαίνει "δύναμη, ικανότητα", και "demand" προέρχεται από το λατινικό "demandare", που σημαίνει "να ζητήσω, να απαιτήσω". Η σύνθετη φράση υποδηλώνει την ανάγκη ή την απαίτηση ισχύος.
electricity demand
Αντώνυμα: