Το "power loss" αποτελεί φράση που συνδυάζει δύο λέξεις: "power" (ουσιαστικό) και "loss" (ουσιαστικό).
/pɑːwər lɔs/
Η φράση "power loss" αναφέρεται στην απώλεια ενέργειας ή ισχύος σε ένα σύστημα, συχνά σε ηλεκτρικά δίκτυα ή μηχανές. Χρησιμοποιείται ευρέως σε τεχνικά, επιστημονικά και βιομηχανικά περιβάλλοντα. Η αποδοχή της φράσης είναι υψηλή και χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, αν και ενδέχεται να εμφανίζεται και σε προφορικές συζητήσεις για συγκεκριμένα θέματα.
Οι μηχανικοί εργάζονται για τη μείωση της απώλειας ενέργειας στο ηλεκτρικό δίκτυο.
High temperatures can increase power loss in transmission lines.
Οι υψηλές θερμοκρασίες μπορούν να αυξήσουν την απώλεια ισχύος στις γραμμές μεταφοράς.
Regular maintenance of equipment can help decrease power loss.
Η φράση "power loss" δεν είναι συνήθως μέρος ευρέως αναγνωρίσιμων ιδιωματικών εκφράσεων στην Αγγλική γλώσσα. Παρ' όλα αυτά, χρησιμοποιείται σε διάφορες τεχνικές εκφράσεις και φράσεις:
"Το έργο καθυστερεί λόγω απρόβλεπτης απώλειας ισχύος."
"We need to find solutions for frequent power loss."
"Πρέπει να βρούμε λύσεις για την συχνή απώλεια ενέργειας."
"Managing power loss is crucial for efficient system performance."
"Η διαχείριση της απώλειας ενέργειας είναι κρίσιμη για την αποδοτική απόδοση του συστήματος."
"Power loss in batteries can indicate a need for replacement."
Η λέξη "power" προέρχεται από την λατινική λέξη "potere", που σημαίνει "να μπορεί" ή "δύναμη". Η λέξη "loss" προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "los", που σημαίνει "να χάσεις κάτι" ή "απώλεια".
Συνώνυμα: - energy loss (απώλεια ενέργειας) - efficiency loss (απώλεια αποδοτικότητας)
Αντώνυμα: - power gain (κέρδος ισχύος) - energy preservation (διατήρηση ενέργειας)