prankish - επίθετο
/ˈpræŋkɪʃ/
Η λέξη "prankish" αναφέρεται σε αυτόν που έχει την τάση να κάνει πειράγματα ή φάρσες. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ανθρώπους ή συμπεριφορές που είναι παιχνιδιάρικες ή αστείες. Η συχνότητά της είναι σχετικά χαμηλή και χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Ο πειραχτήρης παιδί πάντα είχε ένα νέο αστείο να πει.
Her prankish nature made every gathering more enjoyable.
Η παιχνιδιάρικη φύση της έκανε κάθε συγκέντρωση πιο ευχάριστη.
They loved the prankish spirit of the Halloween party.
Η λέξη "prankish" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι πολύ διαδεδομένη. Ωστόσο, παρακάτω παρατίθενται κάποιες χρήσεις που αποδίδουν τον παιχνιδιάρικο χαρακτήρα.
Εκείνος ο πειραχτήρης σκαρφίστηκε πάλι κάτι!
They had a prankish rivalry that kept everyone entertained.
Είχαν μια παιχνιδιάρικη αντιπαλότητα που κρατούσε όλους διασκεδασμένους.
His prankish grin hinted at mischief in the air.
Το πειραχτικό του χαμόγελο υπαινισσόταν ότι κάτι ετοιμαζόταν.
The prankish duo always found ways to make each other laugh.
Η λέξη "prankish" προέρχεται από τη λέξη "prank", η οποία έχει αγγλική προέλευση και χρησιμοποιούνταν από τα τέλη του 16ου αιώνα για να περιγράψει αταξίες ή φάρσες. Το "prank" έχει πιθανές ρίζες στη μέση αγγλική "pranken," που σημαίνει να μαγεύεις ή να παρακινείς κάποιον.
Συνώνυμα: - mischievous (αναρχικός) - playful (παιχνιδιάρης) - jolly (χαρούμενος)
Αντώνυμα: - serious (σοβαρός) - solemn (σοβαρός) - grave (βαρύς)
Αυτή η ανάλυση της λέξης "prankish" υπογραμμίζει τον παιχνιδιάρικο και αστείο χαρακτήρα της, καθώς και τη χρήση της στην καθημερινή γλώσσα.