Precipitant είναι ουσιαστικό.
/prɪˈsɪp.ɪ.tənt/
Η λέξη precipitant αναφέρεται σε παράγοντα ή στοιχείο που προκαλεί ή επισπεύδει μια δράση, μια αντίδραση ή μια κατάσταση. Χρησιμοποιείται συχνά στην επιστήμη (π.χ., χημεία) για να περιγράψει μια ουσία που προκαλεί την εναπόθεση ενός στερεού από μια λιωμένη ή υδατική φάση.
Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, ιδίως σε επιστημονικά κείμενα, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε πιο γενικούς συνομιλητικούς κύκλους.
The precipitant in this reaction was sodium chloride.
(Ο υποπίπτων σε αυτή τη αντίδραση ήταν το χλωριούχο νάτριο.)
The doctors identified the precipitant of her condition as stress.
(Οι γιατροί εντόπισαν τον υποπίπτον της κατάστασής της ως το άγχος.)
In chemistry, a precipitant can cause solid formation from a solution.
(Στη χημεία, ένας υποπίπτων μπορεί να προκαλέσει τον σχηματισμό στερεού από ένα διάλυμα.)
Η λέξη precipitant δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, ωστόσο οι έννοιές της συχνά ενσωματώνονται σε συγκείμενα που περιγράφουν καταστάσεις ή αντιδράσεις:
He acted as a precipitant force in the argument.
(Λειτούργησε ως υποπίπτων παράγοντας στη διαμάχη.)
The precipitant effects of pollution on the environment can be severe.
(Οι υποπίπτοντες επιπτώσεις της ρύπανσης στο περιβάλλον μπορούν να είναι σοβαρές.)
Identifying the precipitant triggers is crucial for effective treatment.
(Η αναγνώριση των υποπίπτοντων παραγόντων είναι κρίσιμη για αποτελεσματική θεραπεία.)
Η λέξη precipitant προέρχεται από τη λατινική λέξη praecipitantem, που σημαίνει "κατακρημνιζόμενος" ή "ρίχνω πριν". Η ρίζα praecipitare αναφέρεται στην πράξη του να ωθεί κανείς κάτι προς τα κάτω ή να προκαλεί μια βιαστική ενέργεια.
Συνώνυμα: - Catalyst (καταλύτης) - Trigger (προκαλεστής)
Αντώνυμα: - Inhibitor (αναστολέας) - Resistor (αντιστάτης)