precis - ουσιαστικό
/ˈprɛsiː/
Η λέξη "precis" αναφέρεται σε μια συνοπτική έκθεση ή περίληψη ενός κειμένου, σχεδίου ή ομιλίας. Χρησιμοποιείται για να αναδείξει τα κύρια σημεία και τις σημαντικές πληροφορίες με τη λιγότερη δυνατή λέξη. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδίως σε ακαδημαϊκά και επαγγελματικά πλαίσια.
She wrote a precis of the article to summarize the key points.
Έγραψε μια περίληψη του άρθρου για να συνοψίσει τα κύρια σημεία.
In class, we learned how to create a precis from longer texts.
Στην τάξη, μάθαμε πώς να δημιουργούμε μια περίληψη από μεγαλύτερα κείμενα.
The precis helped the students grasp the essential themes of the novel.
Η περίληψη βοήθησε τους μαθητές να κατανοήσουν τα βασικά θέματα του μυθιστορήματος.
Η λέξη "precis" δεν είναι πολύ κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες καταστάσεις που απαιτούν συνοπτική ενημέρωση:
To write a precis
To write a precis of the meeting notes was essential for the project update.
Η συγγραφή μιας περιλήψεως των σημειώσεων της συνάντησης ήταν καθοριστική για την ενημέρωση του έργου.
In precis form
The report was delivered in precis form to save time during the presentation.
Η αναφορά παραδόθηκε σε μορφή περιλήψεως για να εξοικονομηθεί χρόνος κατά την παρουσίαση.
A clear precis
He provided a clear precis of the main arguments in his essay.
Παρείχε μια σαφή περίληψη των κύριων επιχειρημάτων στο δοκίμιο του.
Η λέξη "precis" προέρχεται από τα Γαλλικά, όπου σημαίνει "συνοπτικός" ή "συλλογικός". Η προέλευση της λέξης προέρχεται από το λατινικό "praecisus", που σημαίνει "κομμένος" ή "υπογραμμισμένος".
Συνώνυμα: - σύνοψη (summary) - περίληψη (summary) - ανακεφαλαίωση (recapitulation)
Αντώνυμα: - εκτενής (extensive) - λεπτομερής (detailed) - αναλυτικός (analytical)