Precise είναι ένα επίθετο (adjective).
/priˈsaɪs/
Η λέξη "precise" χρησιμοποιείται για να περιγράψει πληροφορίες, δηλώσεις ή μέτρηση που είναι ακριβείς, χωρίς αμφιβολία ή αυθαίρετος χαρακτήρας. Σημαίνει ότι κάτι είναι σαφώς καθορισμένο ή ότι δεν υπάρχει περιθώριο λάθους. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορική ομιλία, κυρίως σε επιστημονικά ή τεχνικά πλαίσια.
We need precise information to make an informed decision.
Πρέπει να έχουμε ακριβείς πληροφορίες για να λάβουμε μια ενημερωμένη απόφαση.
The scientist provided precise measurements for the experiment.
Ο επιστήμονας παρείχε ακριβείς μετρήσεις για το πείραμα.
His explanation was precise and easy to understand.
Η εξήγησή του ήταν ακριβής και εύκολη στην κατανόηση.
Η λέξη "precise" δεν χρησιμοποιείται εξαιρετικά συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά έχει κάποιες σχετικές χρήσεις που υπογραμμίζουν την ακριβή και συγκεκριμένη φύση κάποιων λειτουργιών ή χαρακτηριστικών.
To be precise, we should aim for a 10% increase in sales.
Αν θέλουμε να είμαστε ακριβείς, θα πρέπει να στοχεύσουμε σε αύξηση πωλήσεων 10%.
He is known for his precise calculations in engineering.
Είναι γνωστός για τους ακριβείς υπολογισμούς του στη μηχανική.
The report must be precise to avoid misunderstandings.
Η αναφορά πρέπει να είναι ακριβής για να αποφευχθούν οι παρεξηγήσεις.
Let me be precise about the timeline for the project.
Αφήστε με να είμαι συγκεκριμένος σχετικά με το χρονοδιάγραμμα του έργου.
Her instructions were so precise that there was no room for error.
Οι οδηγίες της ήταν τόσο ακριβείς που δεν υπήρχε περιθώριο λάθους.
Η λέξη "precise" προέρχεται από τα λατινικά "praecisus," που σημαίνει "κομμένος" ή "αποκομμένος," και το "praecidere," που σημαίνει "να κόψεις μπροστά." Η έννοια αυτή υποδεικνύει μια σαφή και καθορισμένη κατάσταση.