Ο όρος "predominant partner" αναγνωρίζεται ως ουσιαστικό (noun) φράση.
/pɹɪˈdɑː.mɪ.nənt ˈpɑːr.t̬əɹ/
Ο όρος "predominant partner" αναφέρεται σε κάποιο άτομο ή οντότητα σε μια σχέση ή συνεργασία που έχει τον κυρίαρχο ρόλο ή τη μεγαλύτερη επιρροή. Αυτή η φράση μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ποικιλία πλαισίων, όπως στον επιχειρηματικό τομέα, σε σχέσεις ή κοινωνικές καταστάσεις. Είναι πιο συχνά συναντώμενη σε γραπτό κείμενο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, ιδίως σε ακαδημαϊκά ή επαγγελματικά περιβάλλοντα.
Ο κυρίαρχος σύντροφος στην επιχείρηση αποφάσισε να επεκτείνει τις δραστηριότητες.
In their relationship, she felt like the predominant partner.
Στη σχέση τους, ένιωθε σαν τον κυρίαρχο σύντροφο.
The predominant partner often sets the agenda for meetings.
Ο όρος "predominant" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και οι φράσεις αυτές μπορεί να είναι πιο κοινές και εκτεταμένες.
Ο κυρίαρχος σύντροφος στις διαπραγματεύσεις συχνά κερδίζει τους καλύτερους όρους.
"Having a predominant partner makes it easier to navigate challenges."
Το να έχεις έναν κυρίαρχο σύντροφο διευκολύνει την πλοήγηση σε προκλήσεις.
"In a relationship, a predominant partner can influence decisions."
Σε μια σχέση, ένας κυρίαρχος σύντροφος μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις.
"Organizations thrive when there is a predominant partner to lead."
Η λέξη "predominant" προέρχεται από το μεσαίο γαλλικό "predominant" και από το λατινικό "praedominans", που σημαίνει "να είναι ισχυρότερος". Η λέξη "partner" προέρχεται από το λατινικό "partinarius", που αναφέρεται σε αυτούς που μοιράζονται κάτι.