Ο συνδυασμός λέξεων "preexisting immunity" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
/priː.ɪɡˈzɪs.tɪŋ ɪˈmjuː.nɪ.ti/
Η έννοια της "preexisting immunity" αναφέρεται στην ανοσία που έχει αποκτηθεί πριν από μια έκθεση σε έναν συγκεκριμένο παθογόνο οργανισμό ή σε μια νόσο. Αυτού του είδους η ανοσία μπορεί να προέρχεται από προηγούμενες λοιμώξεις ή από εμβολιασμούς. Είναι σημαντική στη βιολογία και την ιατρική, καθώς επηρεάζει την αντίδραση του οργανισμού σε μελλοντικές λοιμώξεις.
Η φράση "preexisting immunity" χρησιμοποιείται συνήθως σε ιατρικά και επιστημονικά κείμενα, και συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνή σε γραπτά ή ακαδημαϊκά περιβάλλοντα.
The study evaluated the effects of preexisting immunity on vaccine efficacy.
Η μελέτη αξιολόγησε τις επιδράσεις της προϋπάρχουσας ανοσίας στην αποτελεσματικότητα του εμβολίου.
Patients with preexisting immunity may respond differently to the treatment.
Οι ασθενείς με προϋπάρχουσα ανοσία μπορεί να ανταποκριθούν διαφορετικά στη θεραπεία.
Η φράση "preexisting immunity" δεν χρησιμοποιείται τόσο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν μερικές σχετικές εκφράσεις στον τομέα της ιατρικής.
Preexisting immunity plays a critical role in public health initiatives.
Η προϋπάρχουσα ανοσία παίζει κρίσιμο ρόλο στις δημόσιες υγειονομικές πρωτοβουλίες.
Understanding preexisting immunity can help in predicting disease outbreaks.
Η κατανόηση της προϋπάρχουσας ανοσίας μπορεί να βοηθήσει στην πρόβλεψη επιδημιών.
Healthcare providers must consider preexisting immunity when designing vaccination campaigns.
Οι επαγγελματίες υγειονομικής περίθαλψης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την προϋπάρχουσα ανοσία κατά τον σχεδιασμό εκστρατειών εμβολιασμού.
Η φράση προέρχεται από τις λέξεις «preexisting» και «immunity». Το "preexisting" σημαίνει "που προϋπάρχει" και προέρχεται από το "pre-" (πριν) και "existing" (υπάρχων). Η «ανοσία» προέρχεται από το λατινικό "immunitas", που σημαίνει "απελευθέρωση από υποχρεώσεις".
Συνώνυμα: - Prior immunity (Προηγούμενη ανοσία) - Previous immunity (Προγενέστερη ανοσία)
Αντώνυμα: - Susceptibility (Ευαισθησία) - Vulnerability (Ευπάθεια)