Ρήμα
/prefɪl/
Το ρήμα "prefill" αναφέρεται στη διαδικασία προετοιμασίας ή συμπλήρωσης ενός στοιχείου πριν από τη χρήση του. Τα περισσότερα συχνά χρησιμοποιείται στο πλαίσιο λογισμικού ή εφαρμογών, όπου τα πεδία καταχώρησης μπορούν να συμπληρωθούν αυτόματα με προκαθορισμένα δεδομένα.
Η συχνότητα χρήσης του "prefill" είναι υψηλή κυρίως σε τεχνολογικά ή ιατρικά συμφραζόμενα, όπως σε φόρμες διαδικτυακών εφαρμογών. Χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό κείμενο.
The online form will prefill your information based on your previous entries.
(Η διαδικτυακή φόρμα θα προγεμίσει τις πληροφορίες σας με βάση τις προηγούμενες καταχωρήσεις σας.)
It's important to prefill the survey to save time.
(Είναι σημαντικό να προγεμίσετε την έρευνα για να εξοικονομήσετε χρόνο.)
Η λέξη "prefill" δεν συναντάται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να γίνει πιο φυσική στην καθημερινή χρήση.
I always prefer to prefill the details before submitting the application.
(Πάντα προτιμώ να προγεμίζω τις λεπτομέρειες πριν υποβάλω την αίτηση.)
Make sure to prefill your preferences when setting up your account.
(Βεβαιωθείτε ότι θα προγεμίσετε τις προτιμήσεις σας κατά τη ρύθμιση του λογαριασμού σας.)
Η λέξη "prefill" προέρχεται από το πρόθεμα "pre-" που σημαίνει "προτού" και το ρήμα "fill" που σημαίνει "γεμίζω". Ο συνδυασμός τους καταλήγει να σημαίνει "γεμίζω εκ των προτέρων".
Συνώνυμα: - Προετοιμάζω - Συμπληρώνω - Εισάγω προκαταβολικά
Αντώνυμα: - Κενώνω - Αδειάζω - Ξαναγεμίζω
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ποικιλία λεπτομερειών σχετικά με τη λέξη "prefill", ελπίζω να είναι χρήσιμες!