Το "prenasal" είναι επίθετο.
Η φωνητική του μεταγραφή σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /ˌpriːˈneɪzl/.
Η λέξη "prenasal" δεν έχει άμεση ελληνική μετάφραση, αλλά μπορεί να περιγραφεί ως "προφωνητική" ή "προναζάλ".
Ο όρος "prenasal" αναφέρεται σε ήχους που παράγονται με την προέλευση ενός ρινικού ήχου πριν από ένα άλλο φώνημα, συνήθως σε γλώσσες ή διαλέκτους που χρησιμοποιούν ρινικούς ήχους ως μέρος της φωνητικής τους δομής. Χρησιμοποιείται κυρίως σε φωνητικές και γλωσσολογικές μελέτες. Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο κοινή στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε ακαδημαϊκά κείμενα.
Ο όρος "προφωνητική" είναι σημαντικός στην φωνητική ανάλυση.
Prenasal sounds can change the meaning of words in some languages.
Οι προφωνητικοί ήχοι μπορούν να αλλάξουν τη σημασία λέξεων σε ορισμένες γλώσσες.
Linguists study prenasal features to understand speech patterns.
Η λέξη "prenasal" δε χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις στην αγγλική γλώσσα, καθώς είναι πιο τεχνική και εξειδικευμένη.
Η λέξη "prenasal" προέρχεται από τη σύνθεση του "pre-" (πριν) και "nasal" (ρινικός), υποδηλώνοντας ότι κάτι συμβαίνει πριν από την παραγωγή ενός ρινικού ήχου.