Το "prepacked" είναι επίθετο.
/pɹiˈpæktɪd/
Η λέξη "prepacked" αναφέρεται σε προϊόντα που έχουν συσκευαστεί εκ των προτέρων, συνήθως σε εργοστάσιο ή ως μέρος της διαδικασίας παραγωγής, και είναι έτοιμα προς πώληση ή κατανάλωση χωρίς την ανάγκη πρόσθετης προετοιμασίας. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα τροφίμων, καταναλωτικών προϊόντων και σε αγορές.
Χρηματοδοτική Χρήσης: Η λέξη "prepacked" χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο κοινή σε γραπτά πλαίσια, όπως σε διαφημιστικά ή ενημερωτικά κείμενα.
The supermarket sells prepacked salads for convenience.
Το σούπερ μάρκετ πουλά προκατασκευασμένες σαλάτες για ευκολία.
I prefer prepacked snacks when I travel.
Προτιμώ έτοιμα σνακ όταν ταξιδεύω.
Prepacked meals can save you a lot of time in the kitchen.
Τα προκατασκευασμένα γεύματα μπορούν να σας εξοικονομήσουν πολύ χρόνο στην κουζίνα.
Η λέξη "prepacked" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες σχετικές φράσεις που σχετίζονται με την ευκολία και την προετοιμασία των προϊόντων.
Prepacked for convenience.
Προετοιμασμένο για ευκολία.
(Χρησιμοποιείται σε διαφημίσεις για να υποδείξει την άνεση που προσφέρουν έτοιμα προϊόντα.)
Living a prepacked life.
Ζώντας μια προκατασκευασμένη ζωή.
(Αναφέρεται σε έναν τρόπο ζωής που είναι οργανωμένος και προγραμματισμένος εκ των προτέρων.)
Prepacked solutions to everyday problems.
Προκατασκευασμένες λύσεις για καθημερινά προβλήματα.
(Σημαίνει ότι υπάρχουν έτοιμες λύσεις που μπορούν να εφαρμοστούν σε κοινά προβλήματα.)
Η λέξη "prepacked" προέρχεται από την αγγλική λέξη "pack" που σημαίνει "συσκευάζω" και το πρόθεμα "pre-", που σημαίνει "προ" ή "εκ των προτέρων". Έτσι, η λέξη υποδεικνύει ότι κάτι έχει συσκευαστεί πριν από τη στιγμή της πώλησης ή της χρήσης.
Συνώνυμα: - Ready-to-eat (έτοιμο προς κατανάλωση) - Packaged (συσκευασμένο)
Αντώνυμα: - Unpackaged (μη συσκευασμένο) - Fresh (φρέσκο, μη επεξεργασμένο)