Ρήμα
/ˈprɛʃ.ər.aɪz/
Η λέξη "pressurize" σημαίνει να ασκήσουμε πίεση σε κάτι, συνήθως αναφερόμενη σε αέρια ή υγρά, για να σταθεροποιήσουμε ή να ελέγξουμε την κατάσταση του. Χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και επιστημονικά πλαίσια, καθώς και στην καθημερινή γλώσσα.
Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται πιο συχνά στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε κείμενα που σχετίζονται με τη φυσική, τη μηχανική και τη χημεία, αλλά είναι επίσης κατανοητή και στον προφορικό λόγο.
Engineers often need to pressurize the tank to ensure safety during operations.
Οι μηχανικοί συχνά χρειάζεται να πιέσουν την δεξαμενή για να διασφαλίσουν την ασφάλεια κατά τη διάρκεια των λειτουργιών.
The airliner must pressurize the cabin to keep passengers comfortable at high altitudes.
Το αεροσκάφος πρέπει να πιέσει την καμπίνα για να κρατήσει τους επιβάτες άνετους σε υψηλές υψόμετρα.
Η λέξη "pressurize" μπορεί να χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και όχι πολύ συχνά σε καθημερινά λεκτικά. Ωστόσο, η έννοια της πίεσης μπορεί να είναι παρούσα σε πολλές φράσεις σύμφωνα με διαφορετικά συμφραζόμενα.
He felt pressurized to meet the deadline for the project.
Ένιωσε πίεση να τηρήσει την προθεσμία για το έργο.
In stressful situations, we often self-pressurize to perform better.
Σε αγχωτικές καταστάσεις, συχνά ασκούμε πίεση στον εαυτό μας για να αποδώσουμε καλύτερα.
Η λέξη "pressurize" προέρχεται από τη λέξη "pressure," που με τη σειρά της προέρχεται από το Λατινικό "pressura," το οποίο σημαίνει "πίεση." Το "-ize" είναι ένα παράρτημα που σχηματίζει ρήματα, υποδεικνύοντας ότι μια δράση εκτελείται.
Συνώνυμα: - Compress (συμπιέζω) - Squeeze (στριμώχνω)
Αντώνυμα: - Depressurize (αποπληθώ) - Release (αφήνω)