Το "production well" αποτελείται από δύο λέξεις: - "production": ουσιαστικό - "well": ουσιαστικό
/proˈdʌkʃən wɛl/
Ο όρος "production well" χρησιμοποιείται κυρίως στη βιομηχανία πετρελαίου και φυσικού αερίου και αναφέρεται σε ένα φρεάτιο ή πηγή που έχει εγκατασταθεί για την παραγωγή πετρελαίου ή φυσικού αερίου. Η χρήση του είναι πιο συχνή στον τεχνικό και γραπτό λόγο, αν και αυτός ο όρος μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικές συναντήσεις που σχετίζονται με τη βιομηχανία.
Το παραγωγικό φρεάτιο έχει αυξήσει σημαντικά την παραγωγή πετρελαίου μας φέτος.
We need to conduct maintenance on the production well to ensure optimal performance.
Πρέπει να πραγματοποιήσουμε συντήρηση στο παραγωγικό φρεάτιο για να εξασφαλίσουμε βέλτιστη απόδοση.
After drilling, the production well yielded better than expected results.
Ο όρος "production well" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα πλαίσια:
Η εξειδίκευση της ομάδας στη διαχείριση του παραγωγικού φρεατίου είναι απαράμιλλη.
"Investing in a new production well can lead to substantial returns."
Η επένδυση σε ένα νέο παραγωγικό φρεάτιο μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικούς επιστροφές.
"Regular assessments of the production well are necessary for long-term sustainability."
Συνώνυμα: - παραγωγικό φρέαρ - παραγωγική πηγή
Αντώνυμα: - αδρανές φρέαρ - μη παραγωγικό φρέαρ
Αυτή η δομή παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα του όρου "production well", καλύπτοντας όλες τις παραμέτρους της σύμφωνα με τη ζήτηση της γλώσσας.