Είναι μια φράση που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό.
/prəˈdʌkʃən ˈlɔɡɪŋ tuːl/
Η φράση "production-logging tool" αναφέρεται σε ένα εργαλείο ή λογισμικό που χρησιμοποιείται για την καταγραφή και παρακολούθηση διαδικασιών παραγωγής, συνήθως σε βιομηχανικές ή τεχνολογικές ρυθμίσεις. Χρησιμοποιείται ευρέως σε τομείς όπως η κατασκευή, η ανάπτυξη λογισμικού και η διαχείριση έργων. Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι αυξημένη στα γραπτά πλαίσια, όπως σε εκθέσεις ή τεχνικά έγγραφα, αλλά μπορεί επίσης να ακουστεί σε επαγγελματικές συζητήσεις.
Το εργαλείο καταγραφής παραγωγής μας βοήθησε να εντοπίσουμε ανεπάρκειες στη ροή εργασίας μας.
We implemented a new production-logging tool to streamline our processes.
Εφαρμόσαμε ένα νέο εργαλείο καταγραφής παραγωγής για να απλοποιήσουμε τις διαδικασίες μας.
The team found the production-logging tool very useful for tracking progress.
Η φράση "production-logging tool" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η ιδέα της καταγραφής και παρακολούθησης μπορεί να συνδυαστεί με ορισμένες σχετικές εκφράσεις.
"Πρέπει να εγκαταστήσουμε ένα σύστημα καταγραφής παραγωγής για να κρατήσουμε τα δεδομένα μας οργανωμένα."
"Utilizing a production-logging tool is key to optimizing performance."
"Η χρήση ενός εργαλείου καταγραφής παραγωγής είναι το κλειδί για την βελτιστοποίηση της απόδοσης."
"Every project should have a production-logging tool to ensure transparency."
Η λέξη "production" προέρχεται από τη λατινική λέξη "productio", που σημαίνει "παραγωγή", και η λέξη "logging" προέρχεται από το αγγλικό "log", που σημαίνει "καταγραφή" ή "ημερολόγιο". Η λέξη "tool" έχει γερμανικές ρίζες και αναφέρεται σε οποιοδήποτε εργαλείο που χρησιμοποιείται για συγκεκριμένους σκοπούς.
Συνώνυμα: - εργαλείο παρακολούθησης παραγωγής - εργαλείο διαχείρισης έργων
Αντώνυμα: - εργαλείο ανάλυσης (σε διαφορετικό πλαίσιο) - εργαλείο μη καταγραφής (όπως στα σχέδια ή τις ιδέες)
Αυτές οι υποενότητες παρέχουν ολοκληρωμένες πληροφορίες σχετικά με την φράση "production-logging tool" και το πώς χρησιμοποιείται στην αγγλική γλώσσα.