Ο όρος "professional accountant" είναι φράση και μπορεί να λειτουργεί ως ουσιαστικό όταν χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα άτομο, όπως π.χ. "Ο John είναι επαγγελματίας λογιστής".
/prəˈfɛʃənəl əˈkaʊntənt/
Ο όρος "professional accountant" αναφέρεται σε έναν λογιστή που έχει αποκτήσει επίσημη εκπαίδευση και πιστοποίηση στον τομέα της λογιστικής. Οι επαγγελματίες λογιστές διαχειρίζονται οικονομικούς λογαριασμούς, παρέχουν χρηματοοικονομικές αναλύσεις, καθώς και υπηρεσίες συμμόρφωσης και φορολογικής σχεδίασης. Η χρήση του όρου είναι συχνή σε επαγγελματικά και ακαδημαϊκά κείμενα, αλλά και σε προφορικές συζητήσεις.
Ο επαγγελματίας λογιστής προειδοποίησε την εταιρεία για τους φορολογικούς κανονισμούς.
After years of study, she became a professional accountant.
Μετά από χρόνια σπουδών, έγινε επαγγελματίας λογιστής.
Every business needs a professional accountant to handle its finances.
Ο όρος "professional accountant" δεν αποτελεί συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα για να σηματοδοτήσει την επαγγελματική ικανότητα ή το επίπεδο γνώσεων ενός λογιστή.
Ένας επαγγελματίας λογιστής γνωρίζει τα κατατόπια των χρηματοοικονομικών κανονισμών.
Hiring a professional accountant is crucial for a successful business.
Η πρόσληψη ενός επαγγελματία λογιστή είναι καθοριστική για μία επιτυχημένη επιχείρηση.
Don't just trust anyone; consult a professional accountant for your tax needs.
Μην εμπιστεύεστε απλώς οποιονδήποτε; Συμβουλευτείτε έναν επαγγελματία λογιστή για τις φορολογικές σας ανάγκες.
A good professional accountant can save you money in the long run.
Ένας καλός επαγγελματίας λογιστής μπορεί να σας εξοικονομήσει χρήματα μακροπρόθεσμα.
It’s wise to get a professional accountant to review your financial statements.
Ο όρος "accountant" προέρχεται από τη λατινική λέξη “computare”, η οποία σημαίνει "να υπολογίζω". Η λέξη "professional" προέρχεται από τη λατινική λέξη “professio”, που σημαίνει "δημόσια δήλωση ή υπόσχεση".
Συνώνυμα: - Financial accountant (χρηματοοικονομικός λογιστής) - Certified accountant (πιστοποιημένος λογιστής)
Αντώνυμα: - Amateur accountant (ερασιτέχνης λογιστής) - Non-professional accountant (όχι επαγγελματίας λογιστής)