progressive myopia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

progressive myopia (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "progressive myopia" είναι ένα ουσιαστικό φράγμα που αναφέρεται σε μια κατάσταση.

Φωνητική μεταγραφή

/ˈprəʊɡrɛsɪv maɪˈoʊpiə/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η "progressive myopia" αναφέρεται σε μια αυξανόμενη κατάσταση φυσιολογικής όρασης όπου ο πάσχων έχει δυσκολία να δει αντικείμενα μακριά. Η προοδευτική μυωπία συνήθως επιδεινώνεται με την ηλικία και είναι πιο συχνή σε παιδιά και εφήβους, ιδιαίτερα αν περνούν πολύ χρόνο σε κοντινές δραστηριότητες, όπως η εργασία με υπολογιστές ή η ανάγνωση.

Η χρήση του όρου είναι συχνή στο ιατρικό πλαίσιο, κυρίως σε άρθρα και συζητήσεις για οφθαλμικές παθήσεις. Μπορεί να συναντηθεί και σε προφορικές συζητήσεις, ιδιαίτερα μεταξύ ανθρώπων που έχουν σχετική εμπειρία ή γνώση για την οφθαλμολογία.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "The doctor diagnosed him with progressive myopia."
    "Ο γιατρός τον διάγνωση με προοδευτική μυωπία."

  2. "She was concerned about her son's progressive myopia."
    "Ήταν ανήσυχη για την προοδευτική μυωπία του γιου της."

  3. "Regular check-ups are important for managing progressive myopia."
    "Τακτικοί έλεγχοι είναι σημαντικοί για τη διαχείριση της προοδευτικής μυωπίας."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η "progressive myopia" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορούμε να παραθέσουμε κάποιες σχετικές εκφράσεις από το πλαίσιο της οφθαλμολογίας:

  1. "He's been seeing things slightly out of focus due to progressive myopia."
    "Βλέπει τα πράγματα λίγο εκτός εστίασης λόγω της προοδευτικής μυωπίας."

  2. "With progressive myopia, it’s essential to wear the correct prescription glasses."
    "Με την προοδευτική μυωπία, είναι απαραίτητο να φοράτε τα σωστά γυαλιά συνταγής."

  3. "Children with progressive myopia often need stronger lenses every year."
    "Τα παιδιά με προοδευτική μυωπία συχνά χρειάζονται πιο ισχυρούς φακούς κάθε χρόνο."

Ετυμολογία

Ο όρος "myopia" προέρχεται από την ελληνική λέξη "μυωπία," που σημαίνει την αδυναμία να δει κανείς από απόσταση. Ο προθέτης "progressive" αναφέρεται στη διαρκή ή αυξανόμενη φύση της πάθησης.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Αυτό το σύνολο πληροφοριών παρέχει μια συνοπτική εικόνα για την "progressive myopia" και τη σημασία της στη γλώσσα και την ιατρική.



25-07-2024