Ρήμα
/prəˈhɪbɪt/
Η λέξη "prohibit" σημαίνει να απαγορεύεται ή να καθίσταται άκυρη η εκτέλεση μιας ενέργειας ή πράξης. Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να εκφράσουμε ότι κάτι δεν επιτρέπεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες ή από συγκεκριμένες αρχές. Στη γλώσσα των Αγγλικά, το "prohibit" χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή επίσημα πλαίσια, αλλά και στην καθημερινή γλώσσα για να αναφερθεί σε περιορισμούς.
Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στην προφορική γλώσσα, κυρίως σε επίσημες ή νομικές συζητήσεις.
"Ο νόμος απαγορεύει το κάπνισμα σε δημόσιους χώρους."
"They were prohibited from entering the building."
"Απαγορεύτηκε η είσοδός τους στο κτήριο."
"We must prohibit any form of discrimination."
Η λέξη "prohibit" είναι λιγότερο συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σε επίσημα πλαίσια.
"Τα απαγορευμένα αντικείμενα δεν επιτρέπονται στις αποσκευές."
"It's prohibited to take photos in the museum."
"Είναι απαγορευμένο να βγάζετε φωτογραφίες στο μουσείο."
"Many countries have laws that prohibit littering."
Η λέξη "prohibit" προέρχεται από το Λατινικό "prohibere", που σημαίνει "να κρατώ μακριά" ή "να αποκλείω". Η ρίζα της λέξης συνδυάζει το πρόθεμα "pro-" (κατά) και το ρήμα "hibere" (να έχω).
Συνώνυμα: - forbid - disallow - restrict
Αντώνυμα: - allow - permit - enable