prohibit - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

prohibit (αγγλικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Ρήμα

Φωνητική μεταγραφή

/prəˈhɪbɪt/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "prohibit" σημαίνει να απαγορεύεται ή να καθίσταται άκυρη η εκτέλεση μιας ενέργειας ή πράξης. Χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να εκφράσουμε ότι κάτι δεν επιτρέπεται υπό συγκεκριμένες συνθήκες ή από συγκεκριμένες αρχές. Στη γλώσσα των Αγγλικά, το "prohibit" χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή επίσημα πλαίσια, αλλά και στην καθημερινή γλώσσα για να αναφερθεί σε περιορισμούς.

Χρήση στη γλώσσα

Η λέξη χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στην προφορική γλώσσα, κυρίως σε επίσημες ή νομικές συζητήσεις.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. "The law prohibits smoking in public places."
  2. "Ο νόμος απαγορεύει το κάπνισμα σε δημόσιους χώρους."

  3. "They were prohibited from entering the building."

  4. "Απαγορεύτηκε η είσοδός τους στο κτήριο."

  5. "We must prohibit any form of discrimination."

  6. "Πρέπει να απαγορεύσουμε κάθε μορφή διακριτικής μεταχείρισης."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "prohibit" είναι λιγότερο συνηθισμένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει εκφράσεις που χρησιμοποιούνται σε επίσημα πλαίσια.

  1. "Prohibited items are not allowed in the baggage."
  2. "Τα απαγορευμένα αντικείμενα δεν επιτρέπονται στις αποσκευές."

  3. "It's prohibited to take photos in the museum."

  4. "Είναι απαγορευμένο να βγάζετε φωτογραφίες στο μουσείο."

  5. "Many countries have laws that prohibit littering."

  6. "Πολλές χώρες έχουν νόμους που απαγορεύουν την ρίψη απορριμμάτων."

Ετυμολογία

Η λέξη "prohibit" προέρχεται από το Λατινικό "prohibere", που σημαίνει "να κρατώ μακριά" ή "να αποκλείω". Η ρίζα της λέξης συνδυάζει το πρόθεμα "pro-" (κατά) και το ρήμα "hibere" (να έχω).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - forbid - disallow - restrict

Αντώνυμα: - allow - permit - enable



25-07-2024