prohibition: ουσιαστικό
/ˌproʊhɪˈbɪʃən/
Η λέξη "prohibition" αναφέρεται σε μια επίσημη ή νομική απαγόρευση ή περιορισμό για κάτι. Συχνά χρησιμοποιείται σε σχέση με τον νόμο, π.χ. την απαγόρευση του αλκοόλ στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της περιόδου 1920-1933. Χρησιμοποιείται και σε πιο γενικούς όρους για να περιγράψει οποιοδήποτε είδος απαγόρευσης. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, με κυρίαρχη παρουσία στο γραπτό λόγο.
The prohibition of alcohol in the 1920s led to the rise of speakeasies.
Η απαγόρευση του αλκοόλ τη δεκαετία του 1920 οδήγησε στην άνοδο των "speakeasies".
Many people believe that the prohibition on certain drugs is ineffective.
Πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι η απαγόρευση ορισμένων ναρκωτικών είναι αναποτελεσματική.
The government is considering a new prohibition on plastic bags.
Η κυβέρνηση εξετάζει μια νέα απαγόρευση στα πλαστικά σακούλια.
Η λέξη "prohibition" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για τον σχηματισμό φράσεων και ειδικών εκφράσεων:
With a prohibition against smoking in public places, many are adjusting their habits.
Με μια απαγόρευση καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, πολλοί προσαρμόζουν τις συνήθειές τους.
A strict prohibition on noise could lead to a quieter neighborhood.
Μια αυστηρή απαγόρευση θορύβου θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πιο ήσυχη γειτονιά.
The prohibition on the use of pesticides has improved public health.
Η απαγόρευση της χρήσης φυτοφαρμάκων έχει βελτιώσει τη δημόσια υγεία.
Η λέξη "prohibition" προέρχεται από το λατινικό "prohibitio", που αποτελείται από το πρόθεμα "pro-" (ενάντια) και το ρήμα "habere" (έχω). Έτσι, η έννοια σχετίζεται με την έννοια του "έχω κάτι ενάντια".
Συνώνυμα: - ban (απαγόρευση) - restriction (περιορισμός) - interdict (παύση)
Αντώνυμα: - permission (άδεια) - allowance (επιτρεπόμενο) - freedom (ελευθερία)