Ο συνδυασμός "projective-bounded set" αποτελεί όρο που χρησιμοποιείται κυρίως στη μαθηματική και την κυρίως στη θεωρία συνόλων.
/ˈprɒdʒɛktɪv ˈbaʊndɪd sɛt/
Ο όρος "projective-bounded set" αναφέρεται σε σύνολα που έχουν συγκεκριμένες ιδιότητες στις προβολές τους. Στη θεωρία συνόλων και τη γεωμετρία, χρησιμοποιείται για να περιγράψει σύνολα που περιορίζονται από μια προβολή ή λειτουργία, όπου οι τιμές τους δεν ξεπερνούν ορισμένα όρια. Η χρήση του είναι πιο συχνή σε γραπτά πλαίσια, όπως ακαδημαϊκά άρθρα ή βιβλία, παρά στον προφορικό λόγο. Τα σύνολα αυτά συχνά συναντώνται σε προχωρημένες μαθηματικές θεωρίες και τρόπους εννοιολόγησης.
Το προβολικά περιορισμένο σύνολο σε αυτή τη θεωρία βοηθά στον καθορισμό των ορίων της προβολής.
Many researchers have studied the properties of projective-bounded sets in higher dimensions.
Ο όρος "projective-bounded set" δεν έχει κοινές ιδιωματικές εκφράσεις, αναγνωρίζεται κυρίως ως τεχνικός όρος. Ωστόσο, είναι χρήσιμος για την περιγραφή περίπλοκων εννοιών στη μαθηματική γλώσσα και τις περισσότερες φορές χρησιμοποιείται σε αυστηρά επιστημονικά κείμενα.
Ο όρος "projective" προέρχεται από την λατινική λέξη "projectus", που σημαίνει "ρίχνω προς τα εμπρός", υποδηλώνοντας κάποιο είδος προβολής. Ο όρος "bounded" προέρχεται από το αγγλικό ρήμα "bound", που σημαίνει "περιορίζω". Ο συνδυασμός τους αναφέρεται στα σύνολα που περιορίζονται από μηχανισμούς προβολής.
Συνώνυμα - περιορισμένο σύνολο - σύμφωνα με αξιολόγηση
Αντώνυμα - απεριόριστο σύνολο - ελεύθερης προβολής σύνολο
Αυτός ο όρος είναι σημαντικός στη μελέτη και ανάλυση περιορισμένων και απεριόριστων καταστάσεων στις μαθηματικές και θεωρητικές έννοιες.