Ρήμα
/proʊˈlɛtəraɪz/
Η λέξη "proletarize" σημαίνει να μετατρέψει κάποιον ή κάτι σε προλετάριο ή να προκαλέσει μία κατάσταση όπου άτομα χάνουν τη μεσαία ή ανώτερη κοινωνική τους θέση και γίνονται προλετάριοι, δηλαδή εργάτες που δεν κατέχουν μέσα παραγωγής. Συχνά χρησιμοποιείται στο πλαίσιο αναφορών για κοινωνικές ή οικονομικές συνθήκες, είτε σε προφορικό είτε σε γραπτό λόγο, αν και δεν είναι τόσο κοινή.
Οι πρόσφατες οικονομικές αλλαγές έχουν αρχίσει να προλεταριοποιούν τη μεσαία τάξη.
Many argue that technology will proletarize skilled workers in the near future.
Η λέξη "proletarize" δεν έχει πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορα συμφραζόμενα που αναφέρονται στη διάδοση της προλεταριοποίησης ή του κοινωνικού μετασχηματισμού:
Η εργατική τάξη είναι έτοιμη να προλεταριοποιηθεί πιο γρήγορα από ποτέ λόγω της αυτοματοποίησης.
Economic policies that fail to address inequalities may inadvertently proletarize an entire generation.
Οικονομικές πολιτικές που αποτυγχάνουν να αντιμετωπίσουν τις ανισότητες μπορεί να προλεταριοποιήσουν ακούσια μια ολόκληρη γενιά.
Activists believe that social movements can help to prevent the proletarization of vulnerable communities.
Η λέξη "proletarize" προέρχεται από τη λέξη "proletariat", που σημαίνει εργάτες ή ή η κοινωνική τάξη των εργατών, και προστίθεται το κατάληξη "-ize" που υποδηλώνει τη διαδικασία μετατροπής ή δράσης.
Συνώνυμα: - Proletarianize - Classify
Αντώνυμα: - Capitalize - Aristocratize - Empower
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ανάλυση της λέξης "proletarize", που περιλαμβάνει τη σημασία, την ετυμολογία, παραδείγματα χρήσης και σχετικές λέξεις.