Η λέξη "prolongate" αναφέρεται στην πράξη της επιμήκυνσης ή της παράτασης της διάρκειας κάποιου πράγματος. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει την αύξηση της χρονικής διάρκειας ή μήκους μιας διαδικασίας, μιας κατάστασης ή ενός αντικειμένου. Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε πιο γραπτές μορφές, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε προφορικές συνομιλίες. Η συχνότητα χρήσης της δεν είναι ιδιαίτερα υψηλή.
"Αποφάσισαν να παρατείνουν τη συνάντηση για να συζητήσουν περαιτέρω θέματα."
"The doctors advised him to prolongate his recovery period."
"Οι γιατροί του συνέστησαν να παρατείνει την περίοδο ανάρρωσής του."
"In order to prolongate the life of the product, it should be stored properly."
Η λέξη "prolongate" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρεθεί σε επιστημονικά ή τεχνικά συμφραζόμενα. Ωστόσο, μπορούμε να δούμε πόσο σχετίζεται με την έννοια της επιμήκυνσης σε διάφορες φράσεις:
"Παράτεινε την υπομονή σου καθώς η διαδικασία απαιτεί χρόνο."
"It's important to prolongate the discussion to reach a consensus."
"Είναι σημαντικό να παρατείνουμε τη συζήτηση για να επιτύχουμε μια συμφωνία."
"They are trying to prolongate their friendship despite the challenges."
Η λέξη "prolongate" προέρχεται από τη σύνθεση του προθέματος "pro-" (που υποδηλώνει προώθηση ή επέκταση) και της λέξης "long" (μακρύς) με την προσθήκη του κλιτικού "-ate", το οποίο υποδηλώνει δράση.