Η λέξη "promyshlennik" προορίζεται για ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /prəˈmɪʃlɛnik/.
Η λέξη "promyshlennik" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - Βιομήχανος - Επιχειρηματίας του βιομηχανικού τομέα
Η λέξη "promyshlennik" αναφέρεται σε ένα άτομο που είναι επαγγελματίας στον τομέα της βιομηχανίας, συχνά εργάζεται σε μια βιομηχανική επιχείρηση ή κατέχει ένα ρόλο στη διοίκηση ή στη διαχείριση βιομηχανικών διαδικασιών. Χρησιμοποιείται κυρίως σε διεθνείς και επιχειρηματικές συναναστροφές και συνήθως έχει μια θετική έννοια που σχετίζεται με τον επαγγελματισμό και την καινοτομία. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια και μπορεί να απαντηθεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στη γραπτή επικοινωνία.
The promyshlennik is looking for ways to modernize the factory.
(Ο βιομήχανος ψάχνει για τρόπους να εκσυγχρονίσει το εργοστάσιο.)
A successful promyshlennik invests in new technologies.
(Ένας επιτυχημένος βιομήχανος επενδύει σε νέες τεχνολογίες.)
Η λέξη "promyshlennik" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
"promyshlennik of the year"
(βιομήχανος της χρονιάς)
This title is awarded to the most innovative industrialist in the region.
(Αυτός ο τίτλος απονέμεται στον πιο καινοτόμο βιομήχανο της περιοχής.)
"urban promyshlennik"
(αστικός βιομήχανος)
The urban promyshlennik must adapt to the challenges of city life.
(Ο αστικός βιομήχανος πρέπει να προσαρμοστεί στις προκλήσεις της αστικής ζωής.)
"promyshlennik entrepreneur"
(επιχειρηματίας του βιομηχανικού τομέα)
Being a promyshlennik entrepreneur requires a strong understanding of market trends.
(Η ύπαρξη ενός επιχειρηματία του βιομηχανικού τομέα απαιτεί ισχυρή κατανόηση των τάσεων της αγοράς.)
Η λέξη "promyshlennik" προέρχεται από τη ρωσική γλώσσα, όπου "промышленник" σημαίνει "βιομήχανος". Η ρίζα "промышлен-" προέρχεται από την "промышленность" που σημαίνει "βιομηχανία".