Pronominal είναι επίθετο.
[prəˈnoʊ.mɪ.nəl]
Η λέξη "pronominal" αναφέρεται σε κάτι που σχετίζεται με τις αντωνυμίες ή που λειτουργεί σαν αντωνυμία. Στη γλώσσα των αγγλικών, χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα και σε συζητήσεις σχετικές με τη γραμματική και τη γλωσσολογία. Η χρήση της είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
The pronominal system in English includes various types of pronouns.
Το αντωνυμικό σύστημα στα αγγλικά περιλαμβάνει διάφορους τύπους αντωνυμιών.
In this context, the pronominal form clarifies the relationship between the subjects.
Σε αυτό το πλαίσιο, η αντωνυμική μορφή διευκρινίζει τη σχέση μεταξύ των υποκειμένων.
Η λέξη "pronominal" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι περισσότερο τεχνικός όρος που συναντάται κυρίως σε γλωσσολογικό πλαίσιο. Ωστόσο, υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που ενδέχεται να τις συναντήσουμε σε σχετικές συζητήσεις:
In pronominal terms, the subject can be identified easily.
Σε αντωνυμικούς όρους, το υποκείμενο μπορεί να ταυτοποιηθεί εύκολα.
The sentence uses pronominal references to avoid repetition.
Η πρόταση χρησιμοποιεί αντωνυμικές αναφορές για να αποφευχθεί η επανάληψη.
He emphasized the importance of pronominal functions in syntax.
Τόνισε τη σημασία των αντωνυμικών λειτουργιών στη σύνταξη.
Η λέξη "pronominal" προέρχεται από τη λέξη "pronoun", που σημαίνει αντωνυμία, μαζί με το επίθημα "-al", το οποίο υποδηλώνει ότι κάτι έχει σχέση ή είναι σχετικό με το αντικείμενο της λέξης.