"Proof strength" είναι μια φράση που λειτουργεί ως ουσιαστικό.
[pruːf strɛŋθ]
"Proof strength" αναφέρεται στην ικανότητα ενός υλικού ή προϊόντος να αντιστέκεται σε διάφορους τύπους φόρτωσης ή καταπόνησης, διασφαλίζοντας ότι παραμένει λειτουργικό και ασφαλές. Χρησιμοποιείται συχνά σε περιβάλλοντα μηχανικής, κατασκευής και ελέγχου ποιότητας. Η φράση αυτή συναντάται κυρίως σε γραπτά κείμενα στον τομέα της μηχανικής και της κατασκευής, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε συζητήσεις σχετικές με την τεχνολογία και την ασφάλεια.
Ο μηχανικός διεξήγαγε δοκιμές για να προσδιορίσει την απόδειξη αντοχής του υλικού που χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή.
High proof strength is crucial for ensuring the safety of structures under extreme conditions.
Η φράση "proof strength" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά οι παρακάτω φράσεις δείχνουν τη χρήση της σε διαφορετικά συμφραζόμενα:
Η απόδειξη αντοχής αυτού του σχεδιασμού γέφυρας υπερβαίνει τα απαιτούμενα πρότυπα ασφαλείας.
“When selecting materials, we must consider their proof strength to prevent failures.”
Όταν επιλέγουμε υλικά, πρέπει να λάβουμε υπόψη την απόδειξη αντοχής τους για να αποτρέψουμε αποτυχίες.
“The proof strength of the new alloy is impressive, making it ideal for aerospace applications.”