Το "propagated" είναι ρήμα.
/ˈprɒp.ə.ɡeɪ.tɪd/
Η λέξη "propagated" προέρχεται από το ρήμα "propagate", που σημαίνει να διαδώσει, να προωθήσει ή να αναπαράγει κάτι. Στη γλώσσα των Αγγλικών, χρησιμοποιείται συνήθως για να περιγράψει τη διαδικασία με την οποία διαδίδεται μια ιδέα, μια πληροφορία, ή ακόμα και οργανισμοί όπως φυτά και βακτήρια.
Χρησιμότητα: Χρησιμοποιείται εντός γραπτού και προφορικού λόγου, με ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά κείμενα, όπου συχνά αναφέρεται σε διαδικασίες ή αλλαγές.
Η θεωρία διαδόθηκε μέσω διαφόρων πλατφορμών κοινωνικών μέσων.
The disease was propagated more quickly than expected.
Η ασθένεια διαδόθηκε πιο γρήγορα από ό,τι αναμένονταν.
New methods of propagation are being studied in agriculture.
Αν και η λέξη "propagated" δεν είναι εγγενώς μέρος πολλών ιδιωματικών εκφράσεων, είναι συνδεδεμένη με πολλές φράσεις που σχετίζονται με την επικοινωνία και τις ιδέες. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα προτάσεων:
Η πληροφορία διαδόθηκε σαν πυρκαγιά στην κοινότητα.
The concept was propagated across academic circles.
Το έργο διαδόθηκε σε ακαδημαϊκούς κύκλους.
Cultural beliefs are often propagated from generation to generation.
Οι πολιτισμικές πεποιθήσεις συχνά διαδίδονται από γενιά σε γενιά.
Social movements have propagated a sense of urgency towards climate change.
Οι κοινωνικές κινήσεις έχουν διαδώσει μια αίσθηση επείγουσας ανάγκης για την κλιματική αλλαγή.
Myths are propagated over time, changing their meaning.
Η λέξη "propagate" προέρχεται από το λατινικό "propagare", που σημαίνει "να επεκτείνω, να αναπτύξω".
Συνώνυμα: - disseminated (διανέμεται) - spread (διαχέεται) - transmitted (μεταδίδεται)
Αντώνυμα: - contained (περιέχεται) - restricted (περιορίζεται) - suppressed (καταστέλλεται)