Ο όρος "propelling power" λειτουργεί κυρίως ως ουσιαστικό.
/prəˈpɛlɪŋ ˈpaʊər/
Η φράση "propelling power" αναφέρεται στη δύναμη ή τους μηχανισμούς που οδηγούν ή προωθούν κάτι προς τα εμπρός. Χρησιμοποιείται συχνά σε μηχανικές και φυσικές εφαρμογές, αλλά μπορεί επίσης να έχει και μεταφορικές έννοιες, όπως στη λογοτεχνία, για να περιγράψει μια καταλυτική δύναμη πίσω από δράσεις ή εξελίξεις. Η χρησιμοποίησή της είναι συχνή και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.
Η προωθητική δύναμη του κινητήρα ήταν κρίσιμη για την επιτυχία του αγώνα.
Scientists are researching new ways to increase the propelling power of rockets.
Οι επιστήμονες ερευνούν νέους τρόπους για να αυξήσουν τη δύναμη προώθησης των πυραύλων.
In marketing, the propelling power of a strong brand can greatly influence sales.
Η φράση "propelling power" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις σε σύγκριση με άλλους όρους, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε πιο τεχνικές ή λογοτεχνικές χρήσεις:
"Το πάθος του ήταν η προωθητική δύναμη πίσω από το έργο."
"The propelling power of innovation can revolutionize industries."
"Η προωθητική δύναμη της καινοτομίας μπορεί να επαναστατήσει τις βιομηχανίες."
"Education acts as the propelling power for personal growth."
"Η εκπαίδευση λειτουργεί ως προωθητική δύναμη για προσωπική ανάπτυξη."
"The propelling power of teamwork can lead to extraordinary outcomes."
"Η προωθητική δύναμη της ομαδικής εργασίας μπορεί να οδηγήσει σε εξαιρετικά αποτελέσματα."
"Her determination was the propelling power that kept the team motivated."
Η λέξη "propelling" προέρχεται από το ρήμα "propel," που σημαίνει "να προωθώ" ή "να σπρώχνω προς τα εμπρός." Η ρίζα της λέξης είναι λατινική, από το "propellere," όπου "pro-" (προς) + "pellere" (να σπρώχνω).