Το "prophylactic treatment" είναι ουσιαστικό.
/proʊˌfɪlˈæktɪk ˈtritmənt/
Η "prophylactic treatment" αναφέρεται σε ιατρικές πρακτικές που αποσκοπούν στην πρόληψη ασθενειών ή καταστάσεων, αντί να τις θεραπεύουν αφού εκδηλωθούν. Χρησιμοποιείται κυρίως στη γλώσσα των ιατρικών και δημόσιας υγείας κλάδων, συχνά σε προγράμματα εμβολιασμών ή φαρμακευτικών παρεμβάσεων. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί σε προφορικές συζητήσεις, ειδικά σε ιατρικά ή επιστημονικά περιβάλλοντα.
Doctors recommend prophylactic treatment for high-risk patients.
Οι γιατροί συνιστούν προληπτική θεραπεία για ασθενείς υψηλού κινδύνου.
The clinic offers prophylactic treatment to prevent the spread of infectious diseases.
Η κλινική προσφέρει προληπτική θεραπεία για την πρόληψη της εξάπλωσης μολυσματικών ασθενειών.
Prophylactic treatment can significantly reduce the occurrence of certain conditions.
Η προληπτική θεραπεία μπορεί να μειώσει σημαντικά την εμφάνιση ορισμένων καταστάσεων.
Η φράση "prophylactic treatment" δεν χρησιμοποιείται ιδιαίτερα σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με διάφορα ιατρικά ή ευρύτερα κοινωνικά πλαίσια όπου η πρόληψη παίζει κεντρικό ρόλο.
It's better to take prophylactic measures than to wait for a problem to arise.
Είναι καλύτερο να πάρουμε προληπτικά μέτρα παρά να περιμένουμε να προκύψει ένα πρόβλημα.
She follows a strict regimen of prophylactic treatment to avoid illnesses.
Ακολουθεί ένα αυστηρό πρόγραμμα προληπτικής θεραπείας για να αποφύγει τις ασθένειες.
Prophylactic treatment is a wise choice for those traveling to areas with endemic diseases.
Η προληπτική θεραπεία είναι μια σοφή επιλογή για όσους ταξιδεύουν σε περιοχές με ενδημικές ασθένειες.
Η λέξη "prophylactic" προέρχεται από το ελληνικό "προφυλακτικός", που σημαίνει "που αποτρέπει". Η λέξη "treatment" προέρχεται από τη λατινική "tractamentum" που σημαίνει "χειρισμός" ή "απόδοση φροντίδας".
Συνώνυμα: - Preventive treatment - Protective treatment - Precautionary treatment
Αντώνυμα: - Curative treatment (θεραπευτική αγωγή) - Therapeutic treatment (θεραπευτική αγωγή)