proposition: Ουσιαστικό.
/ˌprɒpəˈzɪʃən/
Η λέξη proposition αναφέρεται σε μια δήλωση ή πρόταση που μπορεί να είναι αληθής ή ψευδής. Χρησιμοποιείται συχνά στο πεδίο της λογικής, των μαθηματικών και της φιλοσοφίας, αλλά και στον επιχειρηματικό κόσμο για τις προτάσεις που υποβάλλονται για δράσεις ή στρατηγικές. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η λέξη χρησιμοποιείται με μέτρια συχνότητα και συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
The scientist presented a proposition that could change the way we understand the universe.
Ο επιστήμονας παρουσίασε μια πρόταση που θα μπορούσε να αλλάξει τον τρόπο που κατανοούμε το σύμπαν.
In logic, a proposition must be either true or false.
Στη λογική, μια πρόταση πρέπει να είναι είτε αληθής είτε ψευδής.
Η λέξη "proposition" χρησιμοποιείται και σε ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
A bold proposition: Something that is daring and may involve risks.
Μια τολμηρή πρόταση: Κάτι που είναι τολμηρό και μπορεί να περιλαμβάνει κινδύνους.
An attractive proposition: Something that is appealing or enticing.
Μια ελκυστική πρόταση: Κάτι που είναι ελκυστικό ή ελκυστικό.
The proposition of a lifetime: A major opportunity that may not come again.
Η πρόταση της ζωής: Μια μεγάλη ευκαιρία που μπορεί να μην ξαναέρθει.
Η λέξη proposition προέρχεται από τη λατινική λέξη "propositio", που σημαίνει "στάση" ή "θέση" και προέρχεται από το ρηματικό "proponere", που σημαίνει "να προτείνω".
Συνώνυμα: - proposal - suggestion - idea
Αντώνυμα: - rejection - denial - disapproval
Αυτή είναι μια λεπτομερής ανάλυση της λέξης proposition. Αν έχετε περαιτέρω ερωτήσεις ή χρειάζεστε περισσότερες πληροφορίες, μη διστάσετε να ρωτήσετε!