Η λέξη "propulsive" αναφέρεται σε κάτι που έχει την ικανότητα ή τη δύναμη να προωθεί ή να κινεί. Χρησιμοποιείται συχνά σε πλαίσια που σχετίζονται με μηχανές, αεροδιαστημική ή βιομηχανία, αλλά μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να περιγράψει ιδέες ή καινοτομίες που προχωρούν ή επιταχύνουν μία διαδικασία. Η χρήση της είναι συχνότερη στο γραπτό πλαίσιο, ειδικά σε τεχνικά ή επιστημονικά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Ο σχεδιασμός του νέου πυραύλου είναι εξαιρετικά προωθητικός, επιτρέποντας του να φτάσει σε τροχιά πιο αποτελεσματικά.
The propulsive force generated by the jet engine is crucial for its performance.
Η προωθητική δύναμη που παράγεται από τον κινητήρα τζετ είναι κρίσιμη για την απόδοσή του.
Advances in technology often lead to propulsive changes in various industries.
Η λέξη "propulsive" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί σε ορισμένα συμφραζόμενα. Παρακάτω παρατίθενται μερικοί τρόποι με χρήση της λέξης:
Οι προωθητικές ιδέες της προχωρούν το έργο μπροστά.
The coach’s propulsive energy motivated the team to win.
Η προωθητική ενέργεια του προπονητή ενέχει παρακίνησε την ομάδα να κερδίσει.
Propulsive innovations are essential for economic growth.
Η λέξη "propulsive" προέρχεται από την λατινική λέξη "propellere", που σημαίνει "να προωθώ" ή "να σπρώχνω προς τα εμπρός". Ο συνδυασμός του προθέτου "pro-" που σημαίνει "μπροστά" με το "pellere" που σημαίνει "να ωθήσω" δημιούργησε την έννοια της κίνησης προς τα εμπρός.
ρυθμιστικός
Αντώνυμα: