Ρήμα
/prɒs.ə.lɪ.taɪz/
Η λέξη "proselytize" σημαίνει την πράξη του να προσπαθείς να αλλάξεις τη θρησκευτική ή πολιτική πίστη κάποιου, συνήθως μέσω της διδασκαλίας και της πειθούς. Αυτή η λέξη χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα της θρησκευτικής δραστηριότητας και πολιτικής, αλλά μπορεί επίσης να κυριαρχεί και σε πιο γενικά πλαίσια, αναφερόμενη σε προσπάθειες πειθούς και μεταστροφής. Στη γλώσσα των Αγγλικών, η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη σε γραπτό περιβάλλον, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
Many religious groups aim to proselytize new members.
Πολλές θρησκευτικές ομάδες στοχεύουν να προσηλυτίσουν νέα μέλη.
He was accused of trying to proselytize at his workplace.
Κατηγορήθηκε ότι προσπαθούσε να προσηλυτίσει στον τόπο εργασίας του.
The campaign aimed to proselytize the values of tolerance and understanding.
Η καμπάνια είχε στόχο να προσηλυτίσει τις αξίες της ανοχής και της κατανόησης.
Η λέξη "proselytize" δεν είναι ιδιαίτερα συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να έχει κάποιες χρήσεις σε σχετικά συμφραζόμενα.
To proselytize for a cause
Many activists tend to proselytize for a cause they believe in.
Πολλοί ακτιβιστές τείνουν να προσηλυτίζουν για έναν στόχο στον οποίο πιστεύουν.
Proselytizing methods
The church used various proselytizing methods to attract followers.
Η εκκλησία χρησιμοποίησε διάφορες μεθόδους προσηλυτισμού για να προσελκύσει πιστούς.
Proselytizing zeal
His proselytizing zeal was both admired and criticized by his peers.
Ο ζήλος του για προσηλυτισμό θαυμάστηκε και επικρίθηκε από τους συνομηλίκους του.
Η λέξη "proselytize" προέρχεται από το ελληνικό "prosēlytos," που σημαίνει "αυτός που έχει προσηλυτιστεί," σε συνδυασμό με το ελληνικό "proselyte," που σημαίνει "ξένος που έχει γίνει μέλος μιας κοινότητας."