Όρος ιατρικής.
/ˌprɑːstətoʊˈmɛɡəli/
Σημασία: Η προσπατομεγαλία αναφέρεται στην διεύρυνση του προστάτη αδένα. Αυτό μπορεί να συμβεί λόγω διαφόρων παραγόντων, όπως γήρανση ή φλεγμονή. Συνήθως παρατηρείται σε άνδρες ηλικίας άνω των 50 ετών.
Χρήση στη γλώσσα Αγγλικά: Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά κείμενα και συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι πιο υψηλή σε γραπτά κείμενα προσπαθώντας να περιγράψει καταστάσεις που αφορούν την αντρική υγεία.
"The doctor diagnosed him with prostatomegaly after the examination."
"Ο γιατρός τον διαγνώσκει με προστατομεγαλία μετά την εξέταση."
"Prostatomegaly might cause urinary issues for the patient."
"Η προστατομεγαλία μπορεί να προκαλέσει προβλήματα ούρησης στον ασθενή."
Δεν υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη λέξη "prostatomegaly" λόγω της ιατρικής της φύσης. Ωστόσο, ακολουθούν κάποιες σχετικές εκφράσεις που συνδέονται με την κατάσταση αυτή:
"He is experiencing the symptoms associated with prostatomegaly."
"Αυτός βιώνει τα συμπτώματα που σχετίζονται με την προστατομεγαλία."
"Regular check-ups are essential to monitor prostatomegaly."
"Οι τακτικές εξετάσεις είναι απαραίτητες για την παρακολούθηση της προστατομεγαλίας."
"Prostatomegaly is often linked with benign prostatic hyperplasia."
"Η προστατομεγαλία συνδέεται συχνά με την καλοήθη υπερπλασία του προστάτη."
Η λέξη "prostatomegaly" προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "prostata" (προστάτης) και "megaly" (μεγέθυνση), συνθετώντας έτσι τον όρο που περιγράφει την κατάσταση της διεύρυνσης του προστάτη αδένα.
Συνώνυμα:
- Benign Prostatic Hyperplasia (BPH)
- Prostatic Hyperplasia
Αντώνυμα:
- Prostatitis (φλεγμονή του προστάτη)
- Prostate atrophy (μείωση του προστάτη)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια σαφή εικόνα της έννοιας της προστατομεγαλίας και πώς χρησιμοποιείται στη γλώσσα Αγγλικά.