Protein quotient: Ουσιαστικό
/proʊˈtiːn ˈkwoʊʧənt/
Το "protein quotient" αναφέρεται στην αναλογία ή το πηλίκο με το οποίο οι πρωτεΐνες εμπλέκονται σε συγκεκριμένες διαδικασίες, συχνά σχετιζόμενες με τον βιοχημικό μεταβολισμό ή την ποιότητα της διατροφής. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά ή διατροφικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης του είναι πιο συχνή σε γραπτό πλαίσιο, όπως στην έρευνα, άρθρα ή ακαδημαϊκές δημοσιεύσεις.
The protein quotient can help determine the nutritional value of food.
Το πηλίκο πρωτεϊνών μπορεί να βοηθήσει στον προσδιορισμό της διατροφικής αξίας των τροφίμων.
Researchers are interested in the protein quotient of various animal diets.
Οι ερευνητές ενδιαφέρονται για το πηλίκο πρωτεϊνών διάφορων διατροφών ζώων.
Ο όρος "protein quotient" δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά είναι σημαντικός σε επιστημονικά ή ακαδημαϊκά πλαίσια. Ωστόσο, μπορώ να δώσω κάποιες σχετικές προτάσεις:
In the context of nutrition, a high protein quotient is often associated with better health outcomes.
Στο πλαίσιο της διατροφής, ένα υψηλό πηλίκο πρωτεϊνών σχετίζεται συχνά με καλύτερα αποτελέσματα υγείας.
The protein quotient of a diet can influence muscle synthesis and repair.
Το πηλίκο πρωτεϊνών μιας διατροφής μπορεί να επηρεάσει τη σύνθεση και επισκευή των μυών.
For athletes, understanding their protein quotient is essential for optimizing performance.
Για τους αθλητές, η κατανόηση του πηλίκου πρωτεϊνών τους είναι απαραίτητη για την βελτιστοποίηση της απόδοσης.
Ο όρος "protein" προέρχεται από το ελληνικό "πρωτεῖος" (proteios), που σημαίνει "πρώτος" ή "κύριος", και "quotient" προέρχεται από το λατινικό "quotientem," που σημαίνει "το οποίο διαχωρίζεται". Στον επιστημονικό τομέα, ο συνδυασμός αυτός χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αναλογία που σχετίζεται με τις πρωτεΐνες.
Συνώνυμα:
- Protein index
- Protein ratio
Αντώνυμα:
- Low protein quotient (χαμηλό πηλίκο πρωτεϊνών)
- Deficient protein levels (ανεπαρκή επίπεδα πρωτεϊνών)