Proved above: Η φράση σημαίνει ότι κάτι έχει αποδειχθεί ή επιβεβαιωθεί σύμφωνα με πληροφορίες ή ισχυρισμούς που έχουν αναφερθεί προηγουμένως.
Χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, σε νομικά ή ακαδημαϊκά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο.
Η συχνότητα χρήσης αυτής της φράσης είναι σχετικά περιορισμένη καθώς χρησιμοποιείται σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.
Παραδειγματικές προτάσεις
The evidence proved above supports our theory.
Η απόδειξη που αναφέρθηκε παραπάνω υποστηρίζει τη θεωρία μας.
The results of the experiment proved above are conclusive.
Τα αποτελέσματα του πειράματος που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι καθαρά.
Ιδιωματικές εκφράσεις
Η φράση "proved above" μπορεί να μην είναι κοινά αναγνωρίσιμη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν παρόμοιες εκφράσεις που περιλαμβάνουν τη λέξη "prove".
Prove someone wrong.
Να αποδείξεις κάποιον λάθος.
She wanted to prove her critics wrong with her performance.
Ήθελε να αποδείξει τους κριτές της λάθος με την απόδοσή της.
Prove the point.
Να αποδείξεις το σημείο.
He managed to prove his point during the debate.
Κατάφερε να αποδείξει το σημείο του κατά τη διάρκεια της αντιπαράθεσης.
Proving grounds.
Δοκιμαστικός τόπος.
The new car was taken to the proving grounds for testing.
Το νέο αυτοκίνητο μεταφέρθηκε στον δοκιμαστικό τόπο για δοκιμές.
Ετυμολογία
Prove: προέρχεται από την ολλανδική λέξη "proeven" και τη γερμανική λέξη "prüfen", που σημαίνουν "δοκιμάζω" ή "εξετάζω".
Above: προέρχεται από την παλαιά αγγλική λέξη "abufan", που σημαίνει "πάνω από".
Συνώνυμα και Αντώνυμα
Συνώνυμα: demonstrate, establish, confirm (για το "prove"); over, higher (για το "above").
Αντώνυμα: disprove (για το "prove"); below (για το "above").