proviso είναι ουσιαστικό.
/proʊˈvaɪzoʊ/
Η λέξη "proviso" αναφέρεται σε μια προϋπόθεση ή έναν όρο που πρέπει να πληρωθεί ή να τηρηθεί για να ισχύει κάτι άλλο. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά κείμενα, συμβάσεις ή συμφωνίες. Η συχνότητα χρήσης της "proviso" είναι πιο αυξημένη σε γραπτά κείμενα, όπως νομικά έγγραφα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε επίσηνα ή επαγγελματικά περιβάλλοντα.
Το συμβόλαιο υπεγράφη με προϋπόθεση ότι η πληρωμή θα γίνει εντός 30 ημερών.
She agreed to the loan with the proviso that she would not be charged interest for the first year.
Συμφώνησε για το δάνειο με την προϋπόθεση ότι δεν θα της χρεωθεί τόκος για τον πρώτο χρόνο.
The grant was awarded with the proviso that the research must be completed by the end of the year.
Η λέξη "proviso" μπορεί να βρεθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, συνήθως σχετικές με συμφωνίες ή όρους.
"Με μια προϋπόθεση στο μυαλό μας, μπορούμε να προχωρήσουμε στις διαπραγματεύσεις."
"He made his offer with a proviso that it would be reviewed by the board."
"Έκανε την προσφορά του με την προϋπόθεση ότι θα εξεταστεί από το διοικητικό συμβούλιο."
"Her acceptance of the position came with a proviso that she could work from home three days a week."
"Η αποδοχή της θέσης ήρθε με την προϋπόθεση ότι θα μπορούσε να εργάζεται από το σπίτι τρεις ημέρες την εβδομάδα."
"Their partnership was formed with the proviso that they would share profits equally."
"Η συνεργασία τους σχηματίστηκε με την προϋπόθεση ότι θα μοιράζονται τα κέρδη εξίσου."
"The proposal was interesting, but it included a proviso that left some members wary."
Η λέξη "proviso" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "proviso", που σημαίνει "έχοντας προϋπόθεση". Η ρίζα της προέρχεται από το "providere", που σημαίνει "να προνοείς".
Συνώνυμα: - όρος - προϋπόθεση - υπόθεση
Αντώνυμα: - ελευθερία - απελευθέρωση
Αυτό συγκεντρώνει την πληροφορία σχετικά με τη λέξη "proviso" ολοκληρωμένα.