Ουσιαστικό
/suːdəˌmoʊnəˈsoʊmi/
Η "pseudomonosomy" αναφέρεται σε μια γενετική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός χρωμοσώματος λιγότερο από τον αναμενόμενο αριθμό σε ένα θηλυκό κύτταρο. Συγκεκριμένα, αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις όπου υπάρχει μια ανώμαλη ή ψευδής κατάταξη χρωμοσωμάτων, η οποία μπορεί να επηρεάσει τη γενετική κατασκευή ενός οργανισμού. Αν και είναι λιγότερο κοινή από την ανόμοια μονοσωμία (monosomy), μπορεί να έχει παρόμοιες επιπτώσεις στην ανάπτυξη και τη λειτουργία του οργανισμού.
Η λέξη "pseudomonosomy" χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά και γενετικά κείμενα. Δεν είναι συχνά συναντήσιμη στην καθημερινή ομιλία και είναι πιο συχνά παρούσα σε επιστημονικά άρθρα και ερευνητικές εργασίες.
The diagnosis of pseudomonosomy can present unique challenges for geneticists.
(Η διάγνωση της ψευδομονοσωμίας μπορεί να παρουσιάσει μοναδικές προκλήσεις για τους γενετιστές.)
Researchers are studying the effects of pseudomonosomy in various species.
(Οι ερευνητές μελετούν τις επιπτώσεις της ψευδομονοσωμίας σε διάφορα είδη.)
Understanding pseudomonosomy is crucial for developing targeted therapies.
(Η κατανόηση της ψευδομονοσωμίας είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη στοχευμένων θεραπειών.)
Η λέξη "pseudomonosomy" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η γενετική σχετικότητα μπορεί να επηρεάσει τη σύνταξη ορισμένων εκφράσεων στους επιστημονικούς κύκλους.
Η λέξη προέρχεται από το ελληνικό "pseudo-" που σημαίνει "ψευδής" και "monosomy" που προέρχεται από το ελληνικό "mono-" που σημαίνει "μόνος" και "soma" που σημαίνει "σώμα". Ο συνδυασμός αυτών των προθεμάτων και ριζών υποδεικνύει μια κατάσταση που είναι "ψευδώς μοναδική" ή "ψευδώς μονάδα".
Συνώνυμα - Invalid monosomy - Incomplete monosomy
Αντώνυμα - Disomy (δίσωμα) - Euploidy (ευλόιδη κατάσταση)