Ρήμα.
/pˈsɪleɪt/
Η λέξη "psilate" αναφέρεται σε μια ενέργεια που περιλαμβάνει την ψηλάφηση ή τον ψίθυρο, συνήθως με μια αίσθηση ευαλότητας ή λεπτότητας. Λιγότερο συχνά χρησιμοποιείται στην καθημερινή ομιλία και συχνότερα σε πιο εξειδικευμένα κείμενα (π.χ. λογοτεχνία, ποιήματα) ή σε επιστημονικά συμφραζόμενα.
Ο γιατρός αποφάσισε να ψηλαφήσει την κοιλιά του ασθενούς για να ελέγξει αν υπάρχει ευαισθησία.
She began to psilate softly, as if sharing a secret with the wind.
Η λέξη "psilate" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορείτε να τη δείτε να χρησιμοποιείται σε πιο λογοτεχνικά ή καλλιτεχνικά συμφραζόμενα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα προτάσεων:
Μίλησε με έναν ψιθυριστό τόνο, σα να φοβόταν να ξυπνήσει τον κοιμισμένο δράκο.
The poet psilated his words, etching them softly on the canvas of silence.
Ο ποιητής ψιθύρισε τα λόγια του, χαράσσοντας τα απαλά στον καμβά της σιωπής.
In the library, she psilated her thoughts, careful not to disturb the studious atmosphere.
Η λέξη "psilate" προέρχεται από τη λατινική λέξη "psilare," που σημαίνει "να ψιθυρίζω" ή "να ψηλαφώ", και σχετίζεται με την ελληνική λέξη "ψιλός" που σημαίνει "λεπτός" ή "απόλυτος".
Συνώνυμα: - Ψιθυρίζω - Ψηλαφώ - Ψηφιακός
Αντώνυμα: - Ακούω δυνατά - Μιλάω φωναχτά - Αγνοώ
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "psilate" και τις διαφορετικές πτυχές της χρήσης της στη γλώσσα Αγγλικά.