Psychocortical είναι επίθετο.
фɔɪkoʊˈkɔrtɪkəl
Η λέξη psychocortical αναφέρεται σε σχέσεις ή επιδράσεις που περιλαμβάνουν το ψυχολογικό μέρος και τον φλοιό του εγκεφάλου. Χρησιμοποιείται κυρίως σε επιστημονικά και ιατρικά συμφραζόμενα, ιδιαίτερα στην ψυχολογία και την νευροεπιστήμη. Εμφανίζεται σπανίως στην καθημερινή γλώσσα και έχει περισσότερη χρήση σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Οι ψυχοφλοιώδεις επιδράσεις του στρες μπορούν να επηρεάσουν την ψυχική υγεία.
Research in psychocortical functions reveals important insights into behavior.
Η λέξη psychocortical δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, καθώς η χρήση της περιορίζεται σε κλινικές ή επιστημονικές συζητήσεις. Ωστόσο, μπορώ να παρέχω μερικές προτάσεις που σχετίζονται με το ψυχολογικό και νευρολογικό πεδίο:
Η κατανόηση των ψυχοφλοιωδών μηχανισμών είναι ουσιώδης για αποτελεσματική θεραπεία.
Doctors study psychocortical connections to enhance mental health treatments.
Οι γιατροί μελετούν τις ψυχοφλοιώδεις συνδέσεις για να βελτιώσουν τις θεραπείες ψυχικής υγείας.
Psychocortical research can lead to better understanding of anxiety disorders.
Η λέξη psychocortical προέρχεται από τη συνένωση δύο λέξεων: "psycho-", που αναφέρεται σε ψυχολογικά ή ψυχικά φαινόμενα, και "cortical", που σχετίζεται με τον φλοιό, συνήθως του εγκεφάλου.
Συνώνυμα: - Neuropsychological (νευροψυχολογικός) - Cortical psychological (κτητικός-φλοιώδης ψυχολογικός)
Αντώνυμα: - Non-cortical (μη-φλοιώδης) - Extra-cortical (εξωφλοιώδης)
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια ολοκληρωμένη εικόνα της λέξης psychocortical και των σχετικών της χρήσεων και έννοιων.