Το "psychodisleptic" είναι επίθετο.
/ˌsaɪ.kəʊ.dɪsˈlɛp.tɪk/
Ψυχοδιασπαστικός
Η λέξη "psychodisleptic" αναφέρεται σε καταστάσεις ή φαινόμενα που σχετίζονται με ψυχική διαταραχή ή εξαθλίωση της ψυχής. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής για να περιγράψει παθολογικές καταστάσεις που επηρεάζουν τη σκέψη και τη συμπεριφορά. Η χρήση της προτιμάται σε επιστημονικές και ακαδημαϊκές συζητήσεις, επομένως είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Η ψυχοδιασπαστική κατάσταση του ασθενούς απαιτούσε άμεση επέμβαση.
Therapists often encounter psychodisleptic symptoms in severe cases of depression.
Ενώ η λέξη "psychodisleptic" δεν αποτελεί μέρος καθιερωμένων ιδιωματικών εκφράσεων, μπορεί να συνδυαστεί σε επιστημονικές προτάσεις. Ορισμένες σχετικές προτάσεις περιλαμβάνουν:
Οι ψυχολογικές επιπτώσεις μπορούν συχνά να οδηγήσουν σε μια ψυχοδιασπαστική άποψη της πραγματικότητας.
Understanding psychodisleptic triggers is essential for effective therapy.
Η κατανόηση των ψυχοδιασπαστικών αιτίων είναι ουσιώδης για την αποτελεσματική θεραπεία.
In cases of psychodisleptic episodes, support from family members is crucial.
Η λέξη "psychodisleptic" προέρχεται από το ελληνικό "psyche" που σημαίνει "ψυχή" και "disleptic", που σχετίζεται με την απόκλιση ή τη διαταραχή.
Συνώνυμα: - Psychopathological - Disordered
Αντώνυμα: - Healthy - Well-balanced