Η φράση "psychosensory aphasia" λειτουργεί ως ουσιαστικό (noun).
/pˌsaɪ.koʊˈsɛn.sər.i əˈfeɪ.ʒə/
Η "psychosensory aphasia" αναφέρεται σε μια μορφή αφασίας που σχετίζεται με διαταραχές στην επεξεργασία των αισθητηριακών πληροφοριών που επηρεάζουν την ικανότητα ομιλίας του ατόμου. Συχνά προκύπτει από βλάβες στον εγκέφαλο, οι οποίες μπορεί να επηρεάσουν τα κέντρα που ευθύνονται για την επεξεργασία ήχων και της γλώσσας. Χρησιμοποιείται κυρίως σε ιατρικά ή ψυχολογικά πλαίσια.
Η συχνότητα χρήσης της φράσης είναι χαμηλή, δεδομένου ότι αφορά έναν εξειδικευμένο ιατρικό όρο. Χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο, καθώς προτιμάται σε επιστημονικές ή επαγγελματικές συζητήσεις.
Ο ασθενής παρουσίασε σημάδια ψυχοαισθητικής αφασίας μετά το εγκεφαλικό.
Psychosensory aphasia can significantly impact communication.
Η φράση "psychosensory aphasia" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, καθώς είναι εξειδικευμένος ιατρικός όρος. Ωστόσο, μπορεί να αναφερθεί σε παρόμοιες ιατρικές εκφράσεις.
"Δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις του λόγω της ψυχοαισθητικής αφασίας."
"With psychosensory aphasia, the patient might hear sounds but cannot articulate a response."
Η λέξη "psychosensory" προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις "ψυχή" (psyche, που σημαίνει "νους" ή "ψυχή") και "αισθητήριο" (sensory, που σχετίζεται με τις αισθήσεις). Η λέξη "aphasia" προέρχεται από το ελληνικό "αφασία" (aphasia), που σημαίνει "έλλειψη λόγου".
Συνώνυμα: - Linguistic disorder (γλωσσική διαταραχή) - Speech impairment (διαταραχή ομιλίας)
Αντώνυμα: - Fluent speech (ευχάριστος λόγος) - Verbal proficiency (γλωσσική ικανότητα)