Public lighting (δημόσιος φωτισμός) είναι φράση που λειτουργεί ως όνομα (noun).
/ˈpʌblɪk ˈlaɪtɪŋ/
Public lighting αναφέρεται σε συστήματα φωτισμού που χρησιμοποιούνται σε δημόσιους χώρους, όπως δρόμους, πλατείες και πάρκα, για να διασφαλίσουν την ορατότητα και την ασφάλεια των πολιτών. Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε τεχνικά και διοικητικά συμφραζόμενα και προκύπτει από τη συχνή ανάγκη για ασφάλεια και αναγνώριση των δημόσιων χώρων, ιδίως τη νύχτα. Η χρήση της είναι πιο συχνή στο γραπτό κείμενο, αν και μπορεί να χρησιμοποιείται και προφορικά κατά τη διάρκεια συζητήσεων σχετικά με τα θέματα δημόσιας ασφάλειας.
Η πόλη έχει επενδύσει σε νέο δημόσιο φωτισμό για να βελτιώσει την ασφάλεια τη νύχτα.
Public lighting is essential for ensuring pedestrians feel safe at night.
Ο δημόσιος φωτισμός είναι ουσιώδης για να εξασφαλιστεί ότι οι πεζοί νιώθουν ασφαλείς τη νύχτα.
Many areas in the city lack adequate public lighting.
Ο δημόσιος φωτισμός δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά συνδέεται με τη φράση "light up" (φωτίζω) και σχηματίζει κάποιες σχετικές εκφράσεις:
Ας φωτίσουμε τους δρόμους για ασφάλεια.
Public lighting is crucial to light up dark areas.
Ο δημόσιος φωτισμός είναι κρίσιμος για να φωτίσει σκοτεινές περιοχές.
Communities should collaborate to light up public spaces effectively.
Οι κοινότητες θα πρέπει να συνεργαστούν για να φωτίσουν αποδοτικά τους δημόσιους χώρους.
Upgrading public lighting will help light up our city parks.
Η αναβάθμιση του δημόσιου φωτισμού θα βοηθήσει να φωτίσουμε τα πάρκα της πόλης μας.
They plan to light up the entire neighborhood with new public lighting.
Σκοπεύουν να φωτίσουν ολόκληρη τη γειτονιά με νέο δημόσιο φωτισμό.
It's important to light up sidewalks for safer walking at night.
Η λέξη "public" προέρχεται από το λατινικό "publicus," το οποίο σημαίνει "δημόσιος, κοινός," και η λέξη "lighting" προέρχεται από το "light," που έχει ρίζες παλαιότερα από την αγγλοσαξωνική λέξη "leaht," που σημαίνει "φως."
Συνώνυμα: - Street lighting (φωτισμός δρόμων) - Area lighting (φωτισμός περιοχής)
Αντώνυμα: - Darkness (σκοτάδι) - Dimness (σκοτεινότητα)