Ο όρος "public moneys" λειτουργεί ως ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή του όρου "public moneys" είναι /ˈpʌblɪk ˈmʌniz/.
Ο όρος "public moneys" αναφέρεται σε χρηματοδοτήσεις και πόρους (χρήματα) που προέρχονται από το κράτος ή δημόσιους φορείς και χρησιμοποιούνται για την κάλυψη δημόσιων αναγκών ή δαπανών. Χρησιμοποιείται κυρίως σε χρηματοοικονομικά και νομικά πλαίσια για να υποδηλώσει ότι τα χρήματα ανήκουν στους πολίτες και ότι η διαχείρισή τους είναι υπόλογη στο δημόσιο.
Ο όρος εμφανίζεται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, με τη συχνότητα χρήσης του να είναι σχετικά υψηλή σε επίσηχα και νομικά κείμενα.
Η κυβέρνηση είναι υπεύθυνη για τη σοφή διαχείριση των δημόσιων χρημάτων.
Auditing public moneys is essential for transparency.
Η επιθεώρηση των δημόσιων χρημάτων είναι ουσιώδης για τη διαφάνεια.
Public moneys should be allocated to improve community services.
Ο όρος "public moneys" δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε ευρύτερες φράσεις και συνδυασμούς.
Ο όρος "public moneys" προέρχεται από τη σύνθεση της λέξης "public", που σημαίνει "δημόσιος", και της λέξης "moneys", η οποία είναι ο πλουραλισμός της λέξης "money" που προέρχεται από τη λατινική "moneta", που αναφέρεται σε νομισματική μονάδα ή απόδειξη πλούτου.