Φράση (ονόματα δύο λέξεων)
/ˈpʌblɪk ˈnjuːsəns/
Ο όρος "public nuisance" αναφέρεται σε οποιαδήποτε κατάσταση ή δράση που καταλαμβάνει ή προκαλεί βλάβη στο δημόσιο συμφέρον, με αποτέλεσμα να επηρεάζει την άνεση, την ασφάλεια ή την υγεία του κοινού. Μπορεί να περιλαμβάνει θόρυβο, ρύπανση, ή άλλες ενοχλητικές συμπεριφορές που επηρεάζουν την κοινότητα στο σύνολό της. Αυτή η φράση χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά πλαίσια, ιδίως σε καταγγελίες και αγωγές εναντίον ενεργειών που βλάπτουν ή ενοχλούν το δημόσιο.
Η χρήση της φράσης είναι συχνή σε γραπτά κείμενα, όπως νομικά έγγραφα, εκθέσεις και άρθρα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί και στον προφορικό λόγο κατά τη διάρκεια συζητήσεων σχετικά με τις κοινές ανησυχίες ή ζητήματα της κοινότητας.
Η δυνατή μουσική από το πάρτι δίπλα θεωρείται δημόσια ενόχληση.
Residents filed a complaint about the public nuisance caused by the construction site.
Οι κάτοικοι κατέθεσαν καταγγελία για τη δημόσια ενόχληση που προκλήθηκε από την κατασκευαστική τοποθεσία.
The city council is taking measures to address public nuisances in the community.
Ο όρος "public nuisance" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές φράσεις, αλλά παρακάτω παρατίθενται κάποιες σχετικές εκφράσεις:
Η πρόκληση δημόσιας ενόχλησης μπορεί να οδηγήσει σε νομική δράση.
Addressing public nuisances is essential for community well-being.
Η αντιμετώπιση των δημοσίων ενοχλήσεων είναι ζωτικής σημασίας για την ευημερία της κοινότητας.
Ignoring public nuisance complaints can strain community relations.
Ο όρος "public" προέρχεται από τη λατινική λέξη "publicus", που σημαίνει "δημόσιος", ενώ η λέξη "nuisance" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "nuire" και τη λατινική "noxius", που σημαίνουν "βλάβη" ή "ζημία". Η έννοια αναπτύχθηκε νομικά για να περιγράψει πράξεις που βλάπτουν το κοινό συμφέρον.
Συνώνυμα: - Public disturbance - Community issue - Social nuisance
Αντώνυμα: - Public benefit - Public good - Asset to the community