Πληθυντικός: pulsations
Μέρος του λόγου: ονομαστικό
Διεθνές Φωνητικό Αλφάβητο (IPA): /pʌlˈseɪʃən/
Η λέξη "pulsation" αναφέρεται σε μια επαναλαμβανόμενη αλλαγή ή κίνηση, συνήθως που σχετίζεται με διακυμάνσεις σε ένα μέγεθος, όπως η πίεση ή ο όγκος, και συχνά χρησιμοποιείται στο πλαίσιο της φυσιολογίας, της μηχανικής ή των ήχων. Η λέξη χρησιμοποιείται και στους δύο τρόπους (προφορικά και γραπτά), αλλά συναντάται περισσότερο σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα.
The doctor monitored the patient's heart pulsation closely.
Ο γιατρός παρακολούθησε προσεκτικά τον παλμό της καρδιάς του ασθενούς.
The pulsation of the drum created a rhythmic beat.
Ο παλμός του τυμπάνου δημιούργησε έναν ρυθμικό χτύπο.
Η λέξη "pulsation" δεν συνδέεται τόσο άμεσα με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε μοναδικές φράσεις ή εκφράσεις που σχετίζονται με την επιστήμη ή την τέχνη. Ορισμένες παραδείγματα είναι:
The pulsation of life is evident in nature.
Ο παλμός της ζωής είναι εμφανής στη φύση.
There was a strange pulsation in the air during the concert.
Υπήρχε ένας παράξενος παλμός στον αέρα κατά τη διάρκεια της συναυλίας.
The pulsations of the machine showed irregularities.
Οι παλμικές κινήσεις της μηχανής έδειξαν ανωμαλίες.
Η λέξη "pulsation" προέρχεται από τη λατινική λέξη "pulsatio", που σημαίνει "χτύπημα" ή "κίνηση", η οποία είναι παράγωγο του ρήματος "pulsare", που σημαίνει "σπρώχνω" ή "χτυπώ".
Συνώνυμα: - Beat - Throb - Rhythm
Αντώνυμα: - Stillness - Calm - Quietness