Ο συνδυασμός "pulse delay time" είναι ουσιαστικό φράση.
/pʌls dɪˈleɪ taɪm/
Ο όρος "pulse delay time" αναφέρεται στο χρονικό διάστημα που απαιτείται για την μετάδοση ενός σήματος (παλμού) από την αρχή του έως την στιγμή που το σήμα φτάνει στο τέλος. Χρησιμοποιείται κυρίως στον τομέα της ηλεκτρονικής και των τηλεπικοινωνιών. Η συχνότητα χρήσης του σε προφορικό και γραπτό πλαίσιο είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε επιστημονικά, τεχνικά και μηχανολογικά κείμενα.
Ο χρόνος καθυστέρησης του παλμού πρέπει να ρυθμιστεί για ακριβείς μετρήσεις.
Engineers often test the pulse delay time during circuit design.
Ο όρος "pulse delay time" δεν είναι ιδιαίτερα κοινός σε περιβαλλοντικές ιδιωματικές εκφράσεις, όμως υπάρχουν συσχετιζόμενοι όροι που χρησιμοποιούνται στον τομέα της ηλεκτρονικής και των επικοινωνιών.
Μια καθυστέρηση στο χρόνο παλμού μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα του σήματος.
Optimizing pulse delay time is crucial for high-speed applications.
Η βελτιστοποίηση του χρόνου καθυστέρησης του παλμού είναι κρίσιμη για εφαρμογές υψηλής ταχύτητας.
We need to measure the pulse delay time to improve system performance.
Ο όρος "pulse" προέρχεται από τη λατινική λέξη "pulsus", που σημαίνει "κτύπημα", "χτύπημα" ή "ώθηση". Ο όρος "delay" προέρχεται από τη γαλλική λέξη "délai" που σημαίνει "καθυστέρηση". Το "time" προέρχεται από την παλιά αγγλική λέξη "tima", που σημαίνει "χρονικό διάστημα".
Συνώνυμα: - Latency (καθυστέρηση) - Lag time (χρόνος καθυστέρησης)
Αντώνυμα: - Immediate response (άμεση αντίδραση) - Instant time (άμεσος χρόνος)