Η φράση "pulse disturbance" είναι ένα ουσιαστικό.
/pʌls dɪsˈtɜːrbəns/
Η φράση "pulse disturbance" αναφέρεται σε οποιαδήποτε διαταραχή ή ανωμαλία στο ρυθμό ή την ένταση ενός παλμού, που μπορεί να είναι είτε βιολογικός (π.χ. παλμός καρδιάς) είτε ηλεκτρικός (π.χ. σήμα σε ηλεκτρονικά κυκλώματα). Συνήθως χρησιμοποιείται σε ιατρικά ή τεχνολογικά συμφραζόμενα. Η χρήση της είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί κυρίως σε γραπτό πλαίσιο, όπως επιστημονικά άρθρα και τεχνικές αναφορές, αν και μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικό λόγο σε σχετικές συζητήσεις.
"Ο γιατρός παρατήρησε μια παλμική διαταραχή στον ρυθμό της καρδιάς του ασθενούς."
"Engineers must monitor pulse disturbance to ensure circuit stability."
Η φράση "pulse disturbance" δεν είναι κοινώς χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, η έννοια της διαταραχής σε ρυθμούς ή παλμούς μπορεί να συνδέεται με ορισμένες ιδέες ή προτάσεις:
"Η παλμική διαταραχή υποδήλωσε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας."
"After the shock, there was a noticeable pulse disturbance in the system."
"Μετά το σοκ, υπήρξε μια αξιοσημείωτη διαταραχή παλμού στο σύστημα."
"During the experiment, pulse disturbance was recorded as an anomaly."
Η λέξη "pulse" προέρχεται από το λατινικό "pulsus", που σημαίνει "κτύπημα". Η λέξη "disturbance" προέρχεται από το λατινικό "disturbare", που σημαίνει "να αναταράσσω".
Συνώνυμα: - παλμική ανωμαλία - παλμική διαταραχή
Αντώνυμα: - κανονικός παλμός - σταθερότητα παλμού