Ο όρος "pulsed arc welding" είναι ένας σύνθετος όρος που συνίσταται από δύο ουσιαστικά, εκ των οποίων το "pulsed" είναι επίθετο και το "arc welding" είναι σύνθετο ουσιαστικό.
/pʌlstd ɑrk ˈwɛldɪŋ/
Η "pulsed arc welding" αναφέρεται σε μια μέθοδο συγκόλλησης που χρησιμοποιεί ένα ηλεκτρικό ρεύμα που εναλλάσσεται περιοδικά (παλμικά), επιτρέποντας τη συγκόλληση μετάλλων με μεγαλύτερη ακρίβεια και λιγότερη θερμική παραμόρφωση. Συνήθως, αυτή η τεχνική χρησιμοποιείται για ευαίσθητα ή λεπτά υλικά, καθώς μειώνει τη θερμότητα που επηρεάζει τη συγκολλητική περιοχή.
Ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε τεχνικά και βιομηχανικά περιβάλλοντα. Η χρήση του είναι συχνότερη στο γραπτό πλαίσιο, σε εγχειρίδια, άρθρα και άλλες επαγγελματικές επικοινωνίες που σχετίζονται με τη συγκόλληση.
Ο τεχνικός χρησιμοποίησε ηλεκτροσυγκόλληση με παλμούς για να δημιουργήσει μια σφιχτή ένωση χωρίς να καταστρέψει το μέταλλο.
Pulsed arc welding is often preferred for delicate components in aerospace applications.
Η ηλεκτροσυγκόλληση με παλμούς προτιμάται συχνά για ευαίσθητα εξαρτήματα στις εφαρμογές αεροδιαστημικής.
By using pulsed arc welding, we can reduce the heat-affected zone significantly.
Ο όρος "pulsed arc welding" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο επαγγελματικές και τεχνικές φράσεις σχετικές με τη διαδικασία της συγκόλλησης περιλαμβάνουν:
Η ένωση υλικών μέσω τεχνικών ηλεκτροσυγκόλλησης με παλμούς μπορεί να ενισχύσει την ακεραιότητα της ένωσης.
Pulsed arc welding allows for precise control over the heat input during the welding process.
Η ηλεκτροσυγκόλληση με παλμούς επιτρέπει ακριβή έλεγχο του θερμικού φορτίου κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συγκόλλησης.
Using pulsed arc welding reduces the risk of warping in thin sheets.
Ο όρος "pulsed arc welding" προέρχεται από τη λέξη "pulse" (παλμός), που αναφέρεται στην περιοδική εναλλαγή του ρεύματος, και "arc welding", που σημαίνει την τεχνική συγκόλλησης που χρησιμοποιεί ηλεκτρικό τόξο.
Arc welding (ηλεκτροσυγκόλληση)
Αντώνυμα: