Η φράση "pump rate" είναι ουσιαστική φράση.
/pʌmp reɪt/
Ο "pump rate" αναφέρεται στην ποσότητα υγρού ή αερίου που αντλείται μέσω μιας αντλίας σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, συχνά εκφρασμένος σε μονάδες όπως λίτρα ανά λεπτό (L/min) ή κυβικά μέτρα ανά ώρα (m³/h). Χρησιμοποιείται κυρίως σε βιομηχανικά και μηχανολογικά πλαίσια, ιδιαίτερα στον τομέα της υδροδότησης και της πετρελαιοβιομηχανίας. Αυτή η φράση είναι πιο συνηθισμένη σε γραπτά κείμενα, αλλά συναντάται επίσης και στον προφορικό λόγο, ειδικά σε τεχνικές συζητήσεις.
Ο ρυθμός αντλίας πρέπει να ρυθμιστεί ώστε να διατηρείται η βέλτιστη ροή στο σύστημα.
A higher pump rate can lead to increased energy consumption and wear on the equipment.
Ένας υψηλότερος ρυθμός αντλίας μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη κατανάλωση ενέργειας και φθορά στον εξοπλισμό.
Engineers are testing various pump rates to determine the most efficient operation.
Ο όρος "pump rate" δεν αποτελεί συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς που σχετίζονται με εργασίες και διαδικασίες, όπως:
Ο ρυθμός αντλίας είναι κρίσιμος για την εξασφάλιση επαρκούς άρδευσης στη γεωργία.
Monitoring the pump rate helps in preventing overpressure in the pipes.
Η παρακολούθηση του ρυθμού αντλίας βοηθά στην αποφυγή υπερπίεσης στους σωλήνες.
Adjusting the pump rate can significantly improve system efficiency.
Η ρύθμιση του ρυθμού αντλίας μπορεί να βελτιώσει σημαντικά την αποδοτικότητα του συστήματος.
The pump rate needs to be calibrated with each seasonal change in demand.
Ο ρυθμός αντλίας πρέπει να ρυθμίζεται με κάθε αλλαγή της εποχής στη ζήτηση.
If the pump rate exceeds the maximum limit, it may cause failures in the system.
Η λέξη "pump" προέρχεται από την παλαιά γαλλική λέξη "pompe" και αναφέρεται στη διαδικασία άντλησης. Η λέξη "rate" προέρχεται από τη λατινική λέξη "ratio", που σημαίνει "λογική, μέτρηση". Η συνδυασμένη χρήση αναφέρεται στη μετρήσιμη ποσότητα που αντλείται από μια αντλία.
Συνώνυμα: - flow rate - discharge rate
Αντώνυμα: - stoppage - cessation (σταματημένη αντλία)