Punt pole: Ουσιαστικό
[pʌnt poʊl]
Το "punt pole" είναι ένα μακρύ κοντάρι που χρησιμοποιείται κυρίως για να προωθήσει μία βάρκα ή την πυθμένα της στον πυθμένα ενός καναλιού ή ποταμού, συνήθως σε ρηχά νερά.
Η χρήση της στα Αγγλικά είναι πιο συχνή σε τεχνικά ή ναυτικά συμφραζόμενα και για αυτό η συχνότητά της είναι υψηλότερη στο γραπτό κείμενο παρά στον προφορικό λόγο.
Ο ψαράς χρησιμοποίησε ένα πινάκιο για να πλοηγηθεί μέσα στα ρηχά νερά του ποταμού.
To avoid getting stuck in the mud, they relied on their punt pole to push the boat forward.
Για να μην κολλήσουν στη λάσπη, βασίστηκαν στο πινάκιο τους για να σπρώξουν τη βάρκα μπροστά.
In the old days, punt poles were essential for moving boats along winding waterways.
Ειδικά για τον όρο "punt pole," δεν υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο μεταφορών ή στις συζητήσεις σχετικά με την πλοήγηση και τη ναυσιπλοΐα.
"Μερικές φορές πρέπει να προσπαθήσεις σε δύσκολες καταστάσεις όταν οι συνθήκες του ποταμού είναι προκλητικές."
"Using a punt pole to steer your course"
Η λέξη "punt" προέρχεται από την παλαιά αγγλική "punte," που αναφέρεται σε είδος βάρκας, σε συνδυασμό με "pole," που προέρχεται από την αρχαία αγγλική "pal," που σημαίνει κοντάρι ή στύλος.
Συνώνυμα: - Boat pole - Pushing pole
Αντώνυμα: - Anchor (άγκυρα) - Drag (τραβώ)